μειλικτήριος: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=meiliktirios
|Transliteration C=meiliktirios
|Beta Code=meilikth/rios
|Beta Code=meilikth/rios
|Definition=ον, [[able to soothe]], εὐχαί Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[Ποντίφιξ]]: Subst. [[μειλικτήρια]] (''[[sc.]]'' [[ἱερά]]), τά, [[propitiations]], νεκροῖσι <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>610</span>; cf. [[μείλιγμα]] <span class="bibl">1.2</span>.
|Definition=μειλικτήριον, [[able to soothe]], εὐχαί Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[Ποντίφιξ]]: Subst. [[μειλικτήρια]] (''[[sc.]]'' [[ἱερά]]), τά, [[propitiations]], νεκροῖσι A.''Pers.''610; cf. [[μείλιγμα]] 1.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μειλικτήριος:''' -ον ([[μειλίσσω]]), [[ικανός]] να καταπραΰνει, [[μειλικτήρια]] (δηλ. [[ἱερά]]), <i>τά</i>, εξευμενισμοί, εξιλασμοί.
|lsmtext='''μειλικτήριος:''' -ον ([[μειλίσσω]]), [[ικανός]] να καταπραΰνει, [[μειλικτήρια]] (δηλ. [[ἱερά]]), <i>τά</i>, εξευμενισμοί, εξιλασμοί.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μειλικτήριος]], ον [[μειλίσσω]]<br />[[able]] to [[soothe]]: [[μειλικτήρια]] (''[[sc.]]'' [[ἱερά]]), τά, propitiations, Aesch.
|mdlsjtxt=[[μειλικτήριος]], ον [[μειλίσσω]]<br />[[able]] to [[soothe]]: [[μειλικτήρια]] (''[[sc.]]'' [[ἱερά]]), τά, propitiations, Aesch.
}}
}}

Revision as of 10:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μειλικτήριος Medium diacritics: μειλικτήριος Low diacritics: μειλικτήριος Capitals: ΜΕΙΛΙΚΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: meiliktḗrios Transliteration B: meiliktērios Transliteration C: meiliktirios Beta Code: meilikth/rios

English (LSJ)

μειλικτήριον, able to soothe, εὐχαί Suid. s.v. Ποντίφιξ: Subst. μειλικτήρια (sc. ἱερά), τά, propitiations, νεκροῖσι A.Pers.610; cf. μείλιγμα 1.2.

German (Pape)

[Seite 115] zum Versöhnen, Beruhigen geeignet, τὰ μειλικτήρια, Sühnopfer, φέρουσα νεκροῖσι, Aesch. Pers. 602.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
propre à adoucir, à apaiser.
Étymologie: μειλίσσω.

Greek (Liddell-Scott)

μειλικτήριος: -ον, πραϋντικός, ἱκανὸς νὰ πραΰνῃ, εὐχὰς γὰρ οὗτος (ὁ ποντίφιξ) πρὸς τῷ ποταμῷ μειλικτηρίους ποιησάμενος κτλ. Σουΐδ. ἐν λ. Ποντίφιξ: ― μειλικτήρια (ἐξυπ. ἱερά), τά, ἱλαστήριοι θυσίαι, Αἰσχύλ. Πέρσ. 610· πρβλ. μείλιγμα Ι. 2.

Greek Monolingual

μειλικτήριος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι κατάλληλος ή ικανός να πραΰνει, εξιλεωτικός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μειλικτήρια
εξιλεωτικές ή εξιλαστήριες θυσίες («ἅπερ νεκροῖσι μειλικτήρια, βοός τ' ἀφ' ἁγνῆς λευκόν... γάλα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μειλίσσω «ευφραίνω» + επίθημα -τήριος (πρβλ. καθαρτήριος)].

Greek Monotonic

μειλικτήριος: -ον (μειλίσσω), ικανός να καταπραΰνει, μειλικτήρια (δηλ. ἱερά), τά, εξευμενισμοί, εξιλασμοί.

Middle Liddell

μειλικτήριος, ον μειλίσσω
able to soothe: μειλικτήρια (sc. ἱερά), τά, propitiations, Aesch.