μετωπίς: Difference between revisions
From LSJ
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metopis | |Transliteration C=metopis | ||
|Beta Code=metwpi/s | |Beta Code=metwpi/s | ||
|Definition=ίδος, ἡ, [[head-bandage]], Hsch. | |Definition=-ίδος, ἡ, [[head-bandage]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:35, 25 August 2023
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, head-bandage, Hsch.
German (Pape)
[Seite 164] ίδος, ἡ, Stirnband, nach Hesych. ἰατρικὸν ἐπίδεσμον.
Greek (Liddell-Scott)
μετωπίς: -ίδος, ἡ, «ἰατρικὸς ἐπίδεσμος» (δηλ. τοῦ μετώπου) Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μετωπίς, -ίδος, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ιατρικός ἐπίδεσμος» του μετώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετωπ-ίδ-ς < μέτωπον + επίθημα -ιδ- (πρβλ. γλωττίς)].