μνήστωρ: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mnistor | |Transliteration C=mnistor | ||
|Beta Code=mnh/stwr | |Beta Code=mnh/stwr | ||
|Definition=ορος, ὁ, [[mindful of]], τινος | |Definition=-ορος, ὁ, [[mindful of]], τινος A.''Th.''180 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:18, 25 August 2023
English (LSJ)
-ορος, ὁ, mindful of, τινος A.Th.180 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 196] ορος, ὁ, poet, = μνηστήρ, auch = eingedenk, ὀργίων μνήστορες ἔστε μοι, Aesch. Spt. 163.
French (Bailly abrégé)
ορος;
adj. m.
qui pense à, qui se souvient de, gén..
Étymologie: μνάομαι.
Russian (Dvoretsky)
μνήστωρ: ορος adj. μνάομαι I] помнящий (πόλεος ὀργίων μνήστορες ἐστέ μοι Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
μνήστωρ: -ορος, ὁ, ὁ σκεπτόμενος περί τινος, τινος Αἰσχύλ. Θήβ. 181. ΙΙ. οἱ μνήστορες, οἱ τοῦ Ὁμήρου μνηστῆρες, Κλήμ. Ἀλ. 212· οὕτω Νικήτ., κλ.
Greek Monolingual
μνήστωρ, -ορος, ὁ (ΑΜ)
μνηστευμένος
αρχ.
1. αυτός που σκέπτεται κάτι, αυτός που έχει κάτι στο μυαλό του
2. στον πληθ. οἱ μνήστορες
(στον Όμηρο) οι μνηστήρες της Πηνελόπης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μνησ- (πρβλ. ἔ-μνησ-α, αόρ. του μνῶμαι) + επίθημα -τωρ (πρβλ. μιάστωρ)].
Greek Monotonic
μνήστωρ: -ορος, ὁ (μνάομαι), αυτός που σκέφτεται, που νοιάζεται για κάποιον ή κάτι, τινός, σε Αισχύλ.