μιάστωρ
Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht
English (LSJ)
-ορος, ὁ, (μιαίνω)
A crime-stained wretch who pollutes others, A.Ch.944, S.OT353, El.275; μ. Ἑλλάδος E.Or.1584: in later Prose, Jul.Or. 2.58d.
II avenger of such guilt (cf. ἀλάστωρ), A.Eu.177 (unless in signf. 1), S.El.603, E.Med.1371.
German (Pape)
[Seite 182] ορος, ὁ, der Beflecker, der sich u. Andere durch ein Verbrechen verunreinigt, Aesch. Ch. 932; so heißt Aegisth, Soph. El. 267; auch Ares, Antp. Sid. 29 (IX, 323). – Auch wie ἀλάστωρ, Rachegeist, Rächer, Aesch. Eum. 169; vgl. Soph. El. 593; Eur. οἵδ' εἰσὶν σῷ κάρᾳ μιάστορες, Med. 1371.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
1 génie impur et malfaisant ; en gén. être impur, criminel dont le contact souille;
2 fléau vengeur.
Étymologie: μιαίνω.
Russian (Dvoretsky)
μιάστωρ: ορος ὁ
1 осквернитель, позор, бесчестие (τῆσδε γῆς Soph.; Ἑλλάδος Eur.);
2 каратель, мститель: τρέφειν τινὰ μιάστορά τινι Soph. воспитать из кого-л. мстителя кому-л.
Greek (Liddell-Scott)
μιάστωρ: -ορος, ὁ, (μιαίνω) ἄνθρωπος ἄθλιος, μεμιασμένος δι’ ἐγκλήματος καὶ μολύνων τοὺς ἄλλους, ἔνοχος, κακοῦργος, Λατ. homo piacularis, Αἰσχύλ Χο. 944, Σοφ. Ο. Τ. 353, Ἠλ. 275, Εὐρ.· μ. Ἑλλάδος Εὐρ. ὁ αὐτ. 1584. ΙΙ. = ἀλάστωρ, τιμωρὸς ἐγκλήματος, ὅστις καὶ αὐτὸς μολύνεται ὡς χύσας αἷμα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 177, Σοφ. Ἑλ. 603, Εὐρ. Μήδ. 1371.
Greek Monolingual
ο (Α μιάστωρ)
νεοελλ.
ζωολ. γένος νηματόκερων δίπτερων εντόμων της οικογένειας cecidomyidae
αρχ.
1. άθλιος άνθρωπος ο οποίος έχει μιανθεί με έγκλημα που έχει κάνει και μολύνει και τους άλλους, ένοχος, κακούργος
2. εκδικητής, τιμωρός εγκλήματος, ο οποίος μολύνεται στον ίδιο βαθμό με εκείνον που διέπραξε το έγκλημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μιαίνω (με -σ- αναλογικά προς το μίασμα) + επίθημα -τωρ (πρβλ. ἀλάστωρ)].
Greek Monotonic
μιάστωρ: -ορος, ὁ (μιαίνω),
I. εξαθλιωμένος άνθρωπος, στιγματισμένος από διάπραξη εγκλήματος, άθλιος, ένοχος, μιαρός, Λατ. homo piacularis, στους Τραγ.
II. ἀλάστωρ, τιμωρός ενός εγκλήματος, στους ίδ.
Middle Liddell
μιάστωρ, ορος, ὁ, μιαίνω
I. a wretch stained with crime, a guilty wretch, a pollution, Lat. homo piacularis, Trag.
II. = ἀλάστωρ, an avenger, Trag.