σύρφαξ: Difference between revisions
τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syrfaks | |Transliteration C=syrfaks | ||
|Beta Code=su/rfac | |Beta Code=su/rfac | ||
|Definition=ᾱκος, ὁ, < | |Definition=-ᾱκος, ὁ,<br><span class="bld">A</span> = [[συρφετός]] 2a, Ar.''V.''673 (anap.), Luc.''Lex.''4, etc.<br><span class="bld">II</span> as adjective, = [[συρφετώδης, δῆμος]] Anon. ap. Suid. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:58, 25 August 2023
English (LSJ)
-ᾱκος, ὁ,
A = συρφετός 2a, Ar.V.673 (anap.), Luc.Lex.4, etc.
II as adjective, = συρφετώδης, δῆμος Anon. ap. Suid.
German (Pape)
[Seite 1041] ακος, ὁ, 1) = συρφετός, σύρφος; Ar. Vesp. 673 τὸν μὲν σύρφακα τὸν ἄλλον ἐκ κηθαρίου λαγαρυζόμενον, nach Schol. τὸ ἱκανὸν πλῆθος τῶν δικαστῶν, τὸν ὀχλώδη καὶ συρφετώδη, ἐξ εὐτελῶν τρεφόμενον. Vgl. Luc. Leziph. 4 Iov. Trag. 53. – 2) als adj. = συρφετώδης, Suid.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
tas d'immondices ; fig. ramassis de gens, populace.
Étymologie: σύρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύρφᾱξ -ᾱκος, ὁ [~ σύρω] gepeupel.
Russian (Dvoretsky)
σύρφαξ: ᾱκος ὁ досл. куча мусора, свалка, перен. подонки, сброд, отребье Arph., Luc.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
1. το ατάκτως συναθροιζόμενο πλήθος, ο συρφετός
2. ως επίθ. συρφετώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύρω, με δασύ χειλικό ένθημα -φ- + επίθημα -αξ].
Greek Monotonic
σύρφαξ: -ᾱκος, ὁ, = συρφετός 1, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
σύρφαξ: -ᾱκος, ὁ, = συρφετός Ι. 1, Ἀριστοφ. Σφ. 678, Λουκ. Λεξιφ. 4, κτλ. ΙΙ ὡς ἐπίθ. = συρφετώδης, Σουΐδ.