χηραμοδύτης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν → it is the spirit that quickeneth; the flesh profiteth nothing (1 John 6:63)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''χηρᾰμοδύτης:''' (ῡ in [[arsi]]) забирающийся в пещеры Anth.
|elrutext='''χηρᾰμοδύτης:''' (ῡ in [[arsi]]) [[забирающийся в пещеры]] nth.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 21:28, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χηρᾰμοδύτης Medium diacritics: χηραμοδύτης Low diacritics: χηραμοδύτης Capitals: ΧΗΡΑΜΟΔΥΤΗΣ
Transliteration A: chēramodýtēs Transliteration B: chēramodytēs Transliteration C: chiramodytis Beta Code: xhramodu/ths

English (LSJ)

χηραμοδύτου, ὁ, one who creeps into holes, AP7.295 (Leon.) (ῡ metri gr., nisi leg. χηραμοδύπτης).

German (Pape)

[Seite 1353] ὁ, der in Löcher od. Höhlen kriecht, Leon. Tar. 91 (VII, 295), [wo υ in der Vershebung lang ist].

Russian (Dvoretsky)

χηρᾰμοδύτης: (ῡ in arsi) забирающийся в пещеры nth.

Greek (Liddell-Scott)

χηρᾰμοδύτης: -ου, ὁ, ὁ εἰσδυόμενος εἰς ὀπάς, τρωγλοδύτης, Ἀνθ. Παλατ. 7. 295. [ῠ φύσει, ἀλλὰ ῡ ἐν ἄρσει ἔνθ’ ἀνωτ.· ὁ Δινδ. προτείνει χηραμοδύπτης.] - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.

Greek Monolingual

-ου, ὁ, Α
αυτός που εισδύει έρποντας μέσα σε τρύπες, τρωγλοδύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χηραμός «κοίλωμα, οπή, σπήλαιο» + -δύτης (< δύτης < δύω), πρβλ. λωπο-δύτης, τρωγλο-δύτης.