αὐλάκιον: Difference between revisions
From LSJ
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το<br /><b> | |mltxt=το (AM [[αὐλάκιον]])<br />επίμηκες ρηχό όρυγμα στο [[έδαφος]], [[φυσικό]] ή τεχνητό, για τη [[διοχέτευση]] του νερού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[αυλακιά]] σε αγρό ή κήπο<br /><b>2.</b> το [[αυλάκι]] του νερόμυλου<br /><b>3.</b> η [[διώρυγα]] της Κορίνθου («[[κάτω]] απ' τ' [[αυλάκι]]» — για την Πελοπόννησο και τους κατοίκους της)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «μπήκε το [[νερό]] στ' [[αυλάκι]]» — για κάποιο [[πρόβλημα]] που πήρε τον δρόμο της επίλυσής του<br /><b>5.</b> μικρό, στενό [[λιμανάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αύλαξ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αυλακάρης]], [[αυλακιά]], [[αυλακίστρα]], [[αυλακώνω]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:25, 4 September 2023
English (LSJ)
τό, Dim. of αὖλαξ, little furrow, Sch.D.T.p.196H.
Spanish (DGE)
-ου, τό dim. de αὖλαξ surco pequeño Sch.D.T.196.3.
Greek (Liddell-Scott)
αὐλάκιον: τό, ὑποκοριστ. τοῦ αὖλαξ, Α. Β. 794.
Greek Monolingual
το (AM αὐλάκιον)
επίμηκες ρηχό όρυγμα στο έδαφος, φυσικό ή τεχνητό, για τη διοχέτευση του νερού
νεοελλ.
1. η αυλακιά σε αγρό ή κήπο
2. το αυλάκι του νερόμυλου
3. η διώρυγα της Κορίνθου («κάτω απ' τ' αυλάκι» — για την Πελοπόννησο και τους κατοίκους της)
4. φρ. «μπήκε το νερό στ' αυλάκι» — για κάποιο πρόβλημα που πήρε τον δρόμο της επίλυσής του
5. μικρό, στενό λιμανάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αύλαξ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αυλακάρης, αυλακιά, αυλακίστρα, αυλακώνω].