αἱρετός: Difference between revisions

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=airetos
|Transliteration C=airetos
|Beta Code=ai(reto/s
|Beta Code=ai(reto/s
|Definition=αἱρετή, αἱρετόν,<br><span class="bld">A</span> [[that may be taken]] or [[that may be conquered]], δόλῳ Hdt.4.201; [[to be understood]], [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 81b.<br><span class="bld">II</span> ([[αἱρέομαι]]) [[to be chosen]], [[eligible]], opp. [[φευκτός]], [[Plato|Pl.]]''[[Philebus|Phlb.]]'' 21d sq., [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1097a32, etc.: freq. in Comp. or Sup., Hdt.1.126, 156, al.; ζόης πονηρᾶς [[θάνατος]] αἱρετώτερος A.''Fr.''401.<br><span class="bld">2</span> [[chosen]], [[elected]], esp. opp. [[κληρωτός]], Isoc.12.154, Pl.''Lg.''759b, Arist.''Pol.''1294b9, cf. Pl.''Lg.''915c, Aeschin.3.13; αἱ. βασιλῆς Pl.''Mx.''238d; [[τυραννίς]] Arist.''Pol.''1285a31:—<b class="b3">αἱρετοὶ ἄνδρες</b> [[commissioner]]s, Plu.''Lyc.''26. <b class="b3">οἱ αἱρετοί</b> X. ''An.''1.3.21: = Lat. [[optiones]], Lyd.''Mag.''1.46.<br><span class="bld">3</span> [[that may be chosen]], opp. [[αἱρετέος]] ([[quod vide|q.v.]]), Chrysipp.Stoic.3.22.
|Definition=αἱρετή, αἱρετόν,<br><span class="bld">A</span> [[that may be taken]] or [[that may be conquered]], δόλῳ [[Herodotus|Hdt.]]4.201; [[to be understood]], [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 81b.<br><span class="bld">II</span> ([[αἱρέομαι]]) [[to be chosen]], [[eligible]], opp. [[φευκτός]], [[Plato|Pl.]]''[[Philebus|Phlb.]]'' 21d sq., [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1097a32, etc.: freq. in Comp. or Sup., [[Herodotus|Hdt.]]1.126, 156, al.; ζόης πονηρᾶς [[θάνατος]] αἱρετώτερος A.''Fr.''401.<br><span class="bld">2</span> [[chosen]], [[elected]], esp. opp. [[κληρωτός]], Isoc.12.154, Pl.''Lg.''759b, Arist.''Pol.''1294b9, cf. Pl.''Lg.''915c, Aeschin.3.13; αἱ. βασιλῆς Pl.''Mx.''238d; [[τυραννίς]] Arist.''Pol.''1285a31:—<b class="b3">αἱρετοὶ ἄνδρες</b> [[commissioner]]s, Plu.''Lyc.''26. <b class="b3">οἱ αἱρετοί</b> X. ''An.''1.3.21: = Lat. [[optiones]], Lyd.''Mag.''1.46.<br><span class="bld">3</span> [[that may be chosen]], opp. [[αἱρετέος]] ([[quod vide|q.v.]]), Chrysipp.Stoic.3.22.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 11:59, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱρετός Medium diacritics: αἱρετός Low diacritics: αιρετός Capitals: ΑΙΡΕΤΟΣ
Transliteration A: hairetós Transliteration B: hairetos Transliteration C: airetos Beta Code: ai(reto/s

English (LSJ)

αἱρετή, αἱρετόν,
A that may be taken or that may be conquered, δόλῳ Hdt.4.201; to be understood, Pl.Phd. 81b.
II (αἱρέομαι) to be chosen, eligible, opp. φευκτός, Pl.Phlb. 21d sq., Arist.EN1097a32, etc.: freq. in Comp. or Sup., Hdt.1.126, 156, al.; ζόης πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος A.Fr.401.
2 chosen, elected, esp. opp. κληρωτός, Isoc.12.154, Pl.Lg.759b, Arist.Pol.1294b9, cf. Pl.Lg.915c, Aeschin.3.13; αἱ. βασιλῆς Pl.Mx.238d; τυραννίς Arist.Pol.1285a31:—αἱρετοὶ ἄνδρες commissioners, Plu.Lyc.26. οἱ αἱρετοί X. An.1.3.21: = Lat. optiones, Lyd.Mag.1.46.
3 that may be chosen, opp. αἱρετέος (q.v.), Chrysipp.Stoic.3.22.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1elegido esp. op. κληρωτός Pl.Lg.759b, Isoc.12.153, Arist.Pol.1294b9, SEG 24.157.9 (Atenas III a.C.), D.C.42.22.2, Aeschin.3.13, αἱρετοὶ βασιλέες op. ἐκ γένους Pl.Mx.238d, τυραννίς Arist.Pol.1285a31, ἀρχή App.BC 1.4, οἱ αἱρετοὶ ἄνδρες comisionados X.An.1.3.21, Plu.Lyc.26, de los tresuiri agris diuidendis App.BC 1.9
lat. optiones suboficiales de rango inferior a centurión, Lyd.Mag.1.46.
2 que puede ser elegido o aceptado, deseable Pl.Phlb.21d, Arist.EN 1097a32, Ptol.Iudic.17.6
op. φευκτός Plb.6.47.2, 30.6.4
op. αἱρετέος aquello cuya elección se impone Chrysipp.Stoic.3.22
en compar. preferible αἱρετώτερος θάνατος δόξης αἰσχρᾶς Gorg.B 11.a.35, ὑπαιθρίῳ δέ μοι ... ἐστὶν αἱρετώτερον ἑστηκέναι Men.Mis.A13, cf. Democr.B 251, A.Fr.466, Hdt.1.126, Ar.Eq.84.
II 1que puede ser conquistado κατὰ μὲν τὸ ἰσχυρὸν οὐκ αἱρετοὶ εἶεν, δόλῳ δὲ αἱρετοί Hdt.4.201.
2 que puede ser comprendido, comprensible νοητὸν καὶ φιλοσοφίᾳ αἱρετόν Pl.Phd.81b, cf. X.Mem.1.1.7.
III adv. αἱρετῶς = voluntariamente, a elección Ephr.Syr.3.432F.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. (αἱρέω prendre);
1 qui peut être pris;
2 fig. qui peut être compris;
II. (αἱρέομαι choisir);
1 choisi, élu : αἱρετὴ ἀρχή magistrature élective ; οἱ αἱρετοί hommes choisis ou élus (pour une délégation), délégués, commissaires;
2 qu'on peut ou qu'on doit choisir, souhaitable.
Étymologie: αἱρέω.

German (Pape)

zu erobern, Har. 4.201; zu verstehen, Plat. Phaed. 81b; gewählt, Legg. 259b, und sonst. – Gew. zu nehmen, wünschenswert, Her. und Folgde.

Russian (Dvoretsky)

αἱρετός: [adj. verb. к αἱρέω
1 могущий быть взятым или завоеванным: κατὰ μὲν τὸ ἰσχυρὸν οὐκ αἱ., δόλῳ δὲ αἱ. Her. могущий быть взятым не силой, а хитростью;
2 постижимый, понятный (νοητὸς καὶ φιλοσοφίᾳ αἱ. Plat.);
3 избираемый или избранный, выборный (βασιλεῖς, δικασταί Plat.; ἀρχή Isocr., Arst.; ἄνδρες Plut.): οἱ αἱρετοί Xen. делегаты, посланцы;
4 заслуживающий выбора, предпочтительный, желательный (τινι Her.): ζοῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος Men. смерть предпочтительнее порочной жизни.

Greek (Liddell-Scott)

αἱρετός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. ὅ,τι δύναται νὰ καταληφθῇ ἢ κυριευθῇ, δόλῳ, Ἡροδ. 4. 201: νὰ κατανοηθῇ, Πλάτ. Φαίδων 81Β. ΙΙ. (αἱρέομαι), ὁ δυνάμενος νὰ ἐκλεχθῇ, ἐκλέξιμος, ἐπιθυμητός, ἀντίθ. τῷ φευκτός, Πλάτ. Φίλ. 21D καὶ ἑξ., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1, 7, 4, καὶ ἀλλ., συχν. κατὰ συγκρ. ἢ ὑπερθ. Ἡρόδ. 1. 126, 156, καὶ ἀλλ., ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος, Μενάνδ. Μονόστιχον 193 (Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 395), κτλ. 2) αἱρεθείς, ἐκλεχθείς, δικασταὶ αἱρ. κατ’ ἀντίθ. τῷ κληρωτοί, Πλάτ. Νόμ. 759Β, πρβλ. 915C. Αἰσχίν. 58. 6· αἱρ. βασιλεῖς, Πλάτ. Μενέξ. 238D· αἱρετὴ ἀρχή, ἀρχή, ἀξίωμα, οὗ ὁ ἄρχων δι’ ἐκλογῆς ὁρίζεται, Ἰσοκρ. 265Α. Ἀριστ. Πολ. 2. 12, 2· πρβλ. χειροτονητός: ― αἱρετοὶ ἄνδρες, ἐπίτροποι, Πλουτ. Λυκοῦργ. 26· ― οἱ αἱρετοί, Ξεν. Ἀν. 1. 3, 21· ὡσαύτως οἱ optiones ἢ accensi ἐν τῷ Ρωμαϊκῷ στρατῷ, Ἰω. Λυδ. περὶ Ἀρχ. 1. 46.

Greek Monotonic

αἱρετός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του αἱρέω,
I. αυτός που μπορεί να καταληφθεί ή να κυριευθεί, σε Ηρόδ.· αυτό που μπορεί να κατανοηθεί, σε Πλάτ.
II. 1. (αἱρέομαι), αυτός που μπορεί να εκλεχθεί, εκλέξιμος, κατάλληλος, άξιος, αυτός που διαθέτει τα προσόντα, στον ίδ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος, σε Μένανδρ.
2. επιλεγμένος, εκλεγμένος, σε Πλάτ. κ.λπ.

Middle Liddell

verb. adj. of αἱρέω
I. that may be taken or conquered, Hdt.; that may be understood, Plat.
II. (αἱρέομαι) to be chosen, eligible, Plat., Hdt., etc.; ζοῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος Menand.
2. chosen, elected, Plat., etc.