καρύϊνος: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=karyinos | |Transliteration C=karyinos | ||
|Beta Code=karu/i+nos | |Beta Code=karu/i+nos | ||
|Definition=η, ον,<br><span class="bld">A</span> [[of nuts]], ἔλαιον Gal.11.871; <b class="b3">κ. Χρῶμα</b> [[nutbrown]], [[Theophrastus]] ''Sens.''78; cf. [[καρόϊνος]].<br><span class="bld">II</span> [[made of walnut-wood]], σανίδες ''IG''11(2).203''B''100 (Delos, iii B. C.); ῥάβδος [[LXX]] ''Ge.''30.37, cf. ''Je.''1.11.<br><span class="bld">III</span> [[καρυΐνη]], ἡ, [[narrow jar]], Gp.13.7.2.<br><span class="bld">IV</span> <b class="b3">Καρύϊνος οἶνος</b>, v. [[κάροινον]]. | |Definition=η, ον,<br><span class="bld">A</span> [[of nuts]], ἔλαιον Gal.11.871; <b class="b3">κ. Χρῶμα</b> [[nutbrown]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''Sens.''78; cf. [[καρόϊνος]].<br><span class="bld">II</span> [[made of walnut-wood]], σανίδες ''IG''11(2).203''B''100 (Delos, iii B. C.); ῥάβδος [[LXX]] ''Ge.''30.37, cf. ''Je.''1.11.<br><span class="bld">III</span> [[καρυΐνη]], ἡ, [[narrow jar]], Gp.13.7.2.<br><span class="bld">IV</span> <b class="b3">Καρύϊνος οἶνος</b>, v. [[κάροινον]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 07:29, 2 November 2024
English (LSJ)
η, ον,
A of nuts, ἔλαιον Gal.11.871; κ. Χρῶμα nutbrown, Thphr. Sens.78; cf. καρόϊνος.
II made of walnut-wood, σανίδες IG11(2).203B100 (Delos, iii B. C.); ῥάβδος LXX Ge.30.37, cf. Je.1.11.
III καρυΐνη, ἡ, narrow jar, Gp.13.7.2.
IV Καρύϊνος οἶνος, v. κάροινον.
German (Pape)
[Seite 1331] = καρυηρός; ἔλαιον, Nußöl, Sp.; χρῶμα, Nußfarbe, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰρύϊνος: -η, -ον, = καρυηρός, ἕλαιον Γαλην. 13. 172· κ. χρῶμα, ὡς τὸ τοῦ καρύου, Θεοφρ. π. Αἰσθ. 78· κ. ῥάβδος, ἐκ ξύλου καρύας, Ἑβδ. (Γέν. Λ’, 37).
Greek Monolingual
-η, -ο (AM καρύϊνος, -ΐνη, -ον)
ο κατασκευασμένος από ξύλο καρυδιάς, ο καρυδένιος
μσν.
το θηλ. ως ουσ. ἡ καρυΐνη
στενή στάμνα
αρχ.
1. αυτός που προέρχεται από καρύδι («καρύϊνον ἔλαιον» — το καρυδέλαιο, Γαλ.)
2. φρ. «καρύϊνος οἶνος» — οίνος που παραγόταν στη Μαιονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + κατάλ. -ινος (πρβλ. δρύινος, πώρινος)].