χαλκοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chalkoeidis
|Transliteration C=chalkoeidis
|Beta Code=xalkoeidh/s
|Beta Code=xalkoeidh/s
|Definition=χαλκοειδές,<br><span class="bld">A</span> [[like copper]], [[copper-coloured]], Arist.''Col.''793a26; μέλιτται Ael.''NA''17.35; ῥάβδοι D.S.17.90, cf. Dsc.5.99.<br><span class="bld">II</span> [[epithet]] of the [[cuneiform]] bone, <b class="b3">χ. ὀστέον, ὀστᾶ</b>, ''PLit.Lond.''167.16 (ii/iii A. D.), Gal.14.725.
|Definition=χαλκοειδές,<br><span class="bld">A</span> [[like copper]], [[copper-coloured]], Arist.''Col.''793a26; μέλιτται Ael.''NA''17.35; ῥάβδοι [[Diodorus Siculus|D.S.]]17.90, cf. Dsc.5.99.<br><span class="bld">II</span> [[epithet]] of the [[cuneiform]] bone, <b class="b3">χ. ὀστέον, ὀστᾶ</b>, ''PLit.Lond.''167.16 (ii/iii A. D.), Gal.14.725.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 07:45, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκοειδής Medium diacritics: χαλκοειδής Low diacritics: χαλκοειδής Capitals: ΧΑΛΚΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: chalkoeidḗs Transliteration B: chalkoeidēs Transliteration C: chalkoeidis Beta Code: xalkoeidh/s

English (LSJ)

χαλκοειδές,
A like copper, copper-coloured, Arist.Col.793a26; μέλιτται Ael.NA17.35; ῥάβδοι D.S.17.90, cf. Dsc.5.99.
II epithet of the cuneiform bone, χ. ὀστέον, ὀστᾶ, PLit.Lond.167.16 (ii/iii A. D.), Gal.14.725.

German (Pape)

[Seite 1331] ές, kupferähnlich, wie Erz; Ael. H. A. 17, 35; ῥάβδοι D. Sic. 17, 90.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui ressemble à de l'airain.
Étymologie: χαλκός, εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

χαλκοειδής:
1 похожий на медь, цвета меди (οὐδὲ χ., οὐδὲ ἄλλην οὐδεμίαν ἔχων χροιάν Arst.);
2 словно из меди (ῥάβδοι Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοειδής: -ές, ὅμοιος χαλκῷ, ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ χαλκοῦ, Ἀριστ. π. Χρώμ. 3, 6· μέλιτται Αἰλ, π. Ζῴων 17. 35· ῥάβδοι Διόδ. 17. 90, πρβλ. Διόσκ. 5. 115.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
1. όμοιος με χαλκό
2. (ιδίως) αυτός που έχει το χρώμα του χαλκού
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο χαλκοειδής
ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων της οικογένειας χρυσομηλίδες
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) βλ. χαλκοειδή
(αρχ) χαρακτηρισμός του σφηνοειδούς οστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -ειδής. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ. η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. chalcoides].