πυκνωτικός: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Theil" to "Teil")
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0816.png Seite 816]] dicht od. fest machend, φάρμακα, die die Öffnungen der Haut verschließen oder erschlaffte Theile stärken, Medic.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0816.png Seite 816]] dicht od. fest machend, φάρμακα, die die Öffnungen der Haut verschließen oder erschlaffte Teile stärken, Medic.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 07:45, 10 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυκνωτικός Medium diacritics: πυκνωτικός Low diacritics: πυκνωτικός Capitals: ΠΥΚΝΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pyknōtikós Transliteration B: pyknōtikos Transliteration C: pyknotikos Beta Code: puknwtiko/s

English (LSJ)

πυκνωτική, πυκνωτικόν, serving to close the pores, δύναμις π. τῶν σωμάτων Dsc.3.22, cf. Sor.1.50, Aret.CA2.1; ψυχροί τε καὶ π., of N. winds, bracing, Ptol.Tetr.30.

German (Pape)

[Seite 816] dicht od. fest machend, φάρμακα, die die Öffnungen der Haut verschließen oder erschlaffte Teile stärken, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

πυκνωτικός: -ή, -όν, ὁ χρησιμεύων πρὸς πύκνωσιν ἤτοι συστολὴν τῶν πόρων τοῦ σώματος, δύναμις π. τῶν σωμάτων Διοσκ. 3. 25, πρβλ. Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 1· ψυχροί τε καὶ π., ἐπὶ βορείων ἀνέμων, Πτολεμ. Τετράβ. σ. 30. 11.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πυκνωτικός, -ή, -όν, ΝΑ πυκνῶ
ο σχετικός με την πύκνωση ή αυτός που προκαλεί πύκνωση τών συστατικών ενός σώματος
αρχ.
(για τους βόρειους ανέμους) αυτός που προκαλεί τόνωση.