καταχρώννυμι: Difference between revisions

From LSJ

μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταχρώννυμι]] και καταχρωννύω και [[καταχρώζω]] (AM)<br />[[χρωματίζω]] εντελώς, [[βάφω]] («καταχρῶσαι τὴν κόμην», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>καταχρώννυμαι</i><br />κηλιδώνομαι, λερώνομαι («κατὰ δ' αἰθάλου κηλῑδα... κέχρωσαι», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χρώννυμι]] «[[χρωματίζω]]»].
|mltxt=[[καταχρώννυμι]] και καταχρωννύω και [[καταχρώζω]] (AM)<br />[[χρωματίζω]] εντελώς, [[βάφω]] («καταχρῶσαι τὴν κόμην», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>καταχρώννυμαι</i><br />κηλιδώνομαι, λερώνομαι («κατὰ δ' αἰθάλου κηλῖδα... κέχρωσαι», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χρώννυμι]] «[[χρωματίζω]]»].
}}
}}

Revision as of 14:39, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχρώννῡμι Medium diacritics: καταχρώννυμι Low diacritics: καταχρώννυμι Capitals: ΚΑΤΑΧΡΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: katachrṓnnymi Transliteration B: katachrōnnymi Transliteration C: katachronnymi Beta Code: kataxrw/nnumi

English (LSJ)

Poll.7.169, Suid.: impf. κατέχρωζεν Anon. ap. Suid. (s.h.v.):—colour, -χρῶσαι τὴν κόμην Poll.2.35, cf. Alex.Aphr. in SE9.3:—Pass., metaph., κατὰ δὲ κηλῖδα… κέχρωσαι E.Hec.911 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

1 noircir;
2 salir, tacher.
Étymologie: κατά, χρώννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-χρώννυμι kleuren; overdr., met acc. v. h. inw. obj.: κατὰ δ’ αἰθάλου κηλῖδ’( α )... κέχρωσαι jij bent zwart van de rookvlekken Eur. Hec. 911 (tmesis, lyr.).

German (Pape)

[ῡ], (χρώννυμι), anfärben, anstreichen, καταχρῶσαι τὴν κόμην Poll. 2.31; beschmutzen, Sp.; als tmesis rechnet man Eur. Hec. 911 hierher, κατὰ δ' αἰθάλου κηλῖδ' οἰκτροτάταν κέχρωσαι.

Russian (Dvoretsky)

καταχρώννῡμι: окрашивать, пачкать: κατα δ᾽ αἰθάλου κηλῖδ᾽ κέχρωσαι (Τροία) Eur. копотью покрылась Троя.

Greek (Liddell-Scott)

καταχρώννῡμι: μέλλ. -χρώσω· -χρωματίζω ἐντελῶς, καταβάπτω, καταχρῶσαι τὴν κόμην Πολυδ. Β΄, 35·- Παθ., κατεχρώσθη τὸ πρόσωπον κατ’ Αἰθίοπα, ἐμελάνισε, Εὐμάθ. σ. 121·- μεταφορ., κατὰ δὲ κηλῖδα… κέχρωσαι Εὐρ. Ἑκ. 911·- οἱ τύποι τοῦ ἐνεστ. εὕρηνται παρὰ Σουΐδ., Πολυδ. Ζ΄, 169· παρὰ τοῖς Ἐκκλ. ὡσαύτως, καταχρώσκω.

Greek Monolingual

καταχρώννυμι και καταχρωννύω και καταχρώζω (AM)
χρωματίζω εντελώς, βάφω («καταχρῶσαι τὴν κόμην», Πολυδ.)
αρχ.
παθ. καταχρώννυμαι
κηλιδώνομαι, λερώνομαι («κατὰ δ' αἰθάλου κηλῖδα... κέχρωσαι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χρώννυμι «χρωματίζω»].