πνῖξις: Difference between revisions

From LSJ

καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ίξεως, ἡ, Α [[πνίγω]]<br /><b>1.</b> [[θανάτωση]] με [[ασφυξία]], [[πνίξιμο]] («τῆς μαράνσεως ἡ διὰ τὸ μὴ ψύχεσθαι φθορὰ καλεῖται πνῑξις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρασκευή]] φαγητού σε αεροστεγές [[δοχείο]].
|mltxt=-ίξεως, ἡ, Α [[πνίγω]]<br /><b>1.</b> [[θανάτωση]] με [[ασφυξία]], [[πνίξιμο]] («τῆς μαράνσεως ἡ διὰ τὸ μὴ ψύχεσθαι φθορὰ καλεῖται πνῖξις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρασκευή]] φαγητού σε αεροστεγές [[δοχείο]].
}}
}}
{{elmes
{{elmes
|esmgtx=ἡ [[ahogamiento]] de un gato λόγος ὁ ἐπὶ τῆς πνίξεως <b class="b3">fórmula que se pronuncia durante el ahogamiento</b> P III 3 ἄρας δὲ τὸ ὕδωρ τὸ ἀπὸ τῆς πνίξεως ῥᾶνον ἐπὶ τῷ σταδίῳ <b class="b3">toma el agua del ahogamiento y haz aspersiones en el estadio</b> P III 41 P III 43  
|esmgtx=ἡ [[ahogamiento]] de un gato λόγος ὁ ἐπὶ τῆς πνίξεως <b class="b3">fórmula que se pronuncia durante el ahogamiento</b> P III 3 ἄρας δὲ τὸ ὕδωρ τὸ ἀπὸ τῆς πνίξεως ῥᾶνον ἐπὶ τῷ σταδίῳ <b class="b3">toma el agua del ahogamiento y haz aspersiones en el estadio</b> P III 41 P III 43  
}}
}}

Revision as of 14:45, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πνῖξις Medium diacritics: πνῖξις Low diacritics: πνίξις Capitals: ΠΝΙΞΙΣ
Transliteration A: pnîxis Transliteration B: pnixis Transliteration C: pniksis Beta Code: pni=cis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A stifling, smothering, Arist.Resp.475a28, Theophrastus Ign. 76.
II drowning, PMag.Par.2.3,41.

German (Pape)

[Seite 641] ἡ, das Ersticken, Erwürgen, Arist. respir. 9. – Bes. das Dämpfen, Schmoren des Fleisches u. dgl., Ath.

Russian (Dvoretsky)

πνῖξις: εως ἡ удушье Arst.

Greek (Liddell-Scott)

πνῖξις: ἡ, πνίξιμον, πνῖγος, Ἀριστ. π. Ἀναπν. 9. 7, Θεοφρ. π. Πυρὸς 76.

Spanish

ahogamiento

Greek Monolingual

-ίξεως, ἡ, Α πνίγω
1. θανάτωση με ασφυξία, πνίξιμο («τῆς μαράνσεως ἡ διὰ τὸ μὴ ψύχεσθαι φθορὰ καλεῖται πνῖξις», Αριστοτ.)
2. παρασκευή φαγητού σε αεροστεγές δοχείο.

Léxico de magia

ahogamiento de un gato λόγος ὁ ἐπὶ τῆς πνίξεως fórmula que se pronuncia durante el ahogamiento P III 3 ἄρας δὲ τὸ ὕδωρ τὸ ἀπὸ τῆς πνίξεως ῥᾶνον ἐπὶ τῷ σταδίῳ toma el agua del ahogamiento y haz aspersiones en el estadio P III 41 P III 43