πεμπτέος: Difference between revisions
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "Luc" to "Luc") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πεμπτέος]], η, ον, verb. adj. of [[πέμπω]]<br /><b class="num">I.</b> [[to be sent]], | |mdlsjtxt=[[πεμπτέος]], η, ον, verb. adj. of [[πέμπω]]<br /><b class="num">I.</b> [[to be sent]], Luc.<br /><b class="num">II.</b> πεμπτέον, one must [[send]], Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:16, 26 September 2023
English (LSJ)
α, ον,
A to be sent, Luc.Phal.1.11.
II πεμπτέον, one must send, X.Cyr.8.1.11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
adj. verb. de πέμπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεμπτέος -α -ον, adj. verb. van πέμπω, te zenden, die gezonden moet worden.
Russian (Dvoretsky)
πεμπτέος: adj. verb. к πέμπω.
Greek Monotonic
πεμπτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του πέμπω·
I. αυτός που πρέπει να σταλεί, σε Λουκ.
II. πεμπτέον, αυτό που κάποιος πρέπει να στείλει, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
πεμπτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ πέμπω, ὂν δεῖ πέμπειν, Λουκ. Φαλ. 11. ΙΙ. πεμπτέον, δεῖ πέμπειν, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 11.
Middle Liddell
πεμπτέος, η, ον, verb. adj. of πέμπω
I. to be sent, Luc.
II. πεμπτέον, one must send, Xen.