δύσαρκτος: Difference between revisions
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "Full diacritics=δῠσ" to "Full diacritics=δῠ́σ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=δῠ́σαρκτος | ||
|Medium diacritics=δύσαρκτος | |Medium diacritics=δύσαρκτος | ||
|Low diacritics=δύσαρκτος | |Low diacritics=δύσαρκτος |
Latest revision as of 10:24, 9 February 2024
English (LSJ)
δύσαρκτον, hard to govern, φρένες A.Ch.1024; στρατόπεδα J.AJ4.2.1; οὐδὲν ἀνθρώπου -ότερον Plu.Luc.2; ἔθνος -ότατον App.BC2.149.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de dominar φρένες A.Ch.1024, cf. Fr.281a.33, ἔθνος δυσαρκτότατον App.BC 2.149, στρατόπεδα I.AI 4.11, cf. Plu.Luc.2, 2.779d.
German (Pape)
[Seite 676] schwer zu beherrschen; Aesch. Ch. 1020; im compar., Plut. Lucull. 2 u. öfter; superl., App. B. C. 2, 149.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à gouverner.
Étymologie: δυσ-, ἄρχω.
Russian (Dvoretsky)
δύσαρκτος: с трудом управляемый, непокорный, строптивый (φρένες Aesch.; ἀνὴρ εὐπραγίας ἐπιλαμβανόμενος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δύσαρκτος: -ον, ὁ δυσκόλως ἀρχόμενος, κυβερνώμενος, Αἰσχύλ. Χο. 1024, Πλούτ. Λουκούλλ. 2.
Greek Monolingual
δύσαρκτος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα κυβερνιέται («φρένες δύσαρκτοι»).
Greek Monotonic
δύσαρκτος: -ον (ἄρχω), αυτός που δύσκολα κυβερνιέται, άρχεται, σε Αισχύλ., Πλάτ.