ἀντιφυλάσσω: Difference between revisions
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=to [[watch]] in [[turn]], Plat.:—Mid. to be on one's [[guard]] [[against]], τινά Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:50, 3 March 2024
English (LSJ)
Att. ἀντιφυλάττω, watch in turn, Pl.Lg.705e:—Med., to be on one's guard in turn, X. An.2.5.3, cf. Plu.Demetr.36.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ττω
vigilar a su vez μοι Pl.Lg.705e
•en v. med., abs. tomar medidas de precaución a su vez X.An.2.5.3, Plu.Demetr.36.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιφῠλάσσω: атт. ἀντιφῠλάττω
1 со своей стороны наблюдать (τινά Plat.);
2 med. (также) зорко следить, остерегаться (τινά Xen., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιφῠλάσσω: Ἀττ. -ττω, ἐπιτηρῶ τὸν ἐπιτηροῦντα, ἀντιφυλάξατε ἑπόμενοι Πλάτ. Νόμ. 705Ε: ― Μέσ., λαμβάνω προφυλακτικὰ μέτρα κατά τινος φυλασσομένου με, φυλαττόμενον δέ σε ὁρῶ ὡς πολεμίους ἡμᾶς, καὶ ἡμεῖς ὁρῶντες ταῦτα ἀντιφυλασσόμεθα Ξεν. Ἀν. 2. 5, 3, πρβλ. Πλουτ. Δημήτ. 36.
Greek Monolingual
ἀντιφυλάσσω κ. -ττω (Α)
επαγρυπνώ κι εγώ, παρακολουθώ τον εχθρό που με παρακολουθεί.
Greek Monotonic
ἀντιφῠλάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, προσέχω με τη σειρά μου, σε Πλάτ. — Μέσ., βρίσκομαι σε επιφυλακή ενάντια σε, τινά, σε Ξεν.
Middle Liddell
to watch in turn, Plat.:—Mid. to be on one's guard against, τινά Xen.