κοπιώδης: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kopiodis
|Transliteration C=kopiodis
|Beta Code=kopiw/dhs
|Beta Code=kopiw/dhs
|Definition=κοπιώδες, = [[κοπώδης]], Hp.''Epid.''1.26.5, Arist.''Pr.''885b2: Comp., ib.a17; κ. πυρετοί Hp.''Prorrh.''1.142, Gal.7.626.
|Definition=κοπιῶδες, = [[κοπώδης]], Hp.''Epid.''1.26.5, Arist.''Pr.''885b2: Comp., ib.a17; κ. πυρετοί Hp.''Prorrh.''1.142, Gal.7.626.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 06:29, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπιώδης Medium diacritics: κοπιώδης Low diacritics: κοπιώδης Capitals: ΚΟΠΙΩΔΗΣ
Transliteration A: kopiṓdēs Transliteration B: kopiōdēs Transliteration C: kopiodis Beta Code: kopiw/dhs

English (LSJ)

κοπιῶδες, = κοπώδης, Hp.Epid.1.26.5, Arist.Pr.885b2: Comp., ib.a17; κ. πυρετοί Hp.Prorrh.1.142, Gal.7.626.

German (Pape)

ες, = κοπώδης, Arist. Probl. 5.40.

Russian (Dvoretsky)

κοπιώδης: утомительный (οἱ περίπατοι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

κοπιώδης: -ες, = κοπώδης (ἂν μὴ τοῦτ’ αὐτὸ ἀναγνωστέον), Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 982, Ἀριστ. Προβλ. 5. 40, 1.

Greek Monolingual

-ες (Α κοπιώδης, -ῶδες) κοπιώ
1. επίπονος, κοπιαστικός, κουραστικός (α. «κοπιώδης εργασία» β. «καί τών άλλων πόνοι κοπιώδεα τρόπον», Ιπποκρ.)
2. οχληρός, φορτικός.
επίρρ...
κοπιωδώς
κοπιαστικά, κουραστικά.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοπιώδης -ες [κοπιάω] afmattend.