καταψήφισις: Difference between revisions

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 9: Line 9:
|Beta Code=katayh/fisis
|Beta Code=katayh/fisis
|Definition=-εως, ἡ, [[voting against]], [[condemnation]], Antipho 1.3, D.C.36.38 (pl.):—also [[καταψηφισμός]], ὁ, Poll.8.149.
|Definition=-εως, ἡ, [[voting against]], [[condemnation]], Antipho 1.3, D.C.36.38 (pl.):—also [[καταψηφισμός]], ὁ, Poll.8.149.
}}
{{ls
|lstext='''καταψήφῐσις''': -εως, ἡ, τὸ ψηφίζειν [[ἐναντίον]] τινός, [[καταδίκη]], Ἀντιφῶν 112. 2· οὕτω καταψήφισμα, τό, Walz Ρήτ. 6. 175· καταψηφισμός, ὁ, Πολυδ. Η', 149.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 18: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=ἡ, <i>die [[Verurteilung]]</i>; Antiph. 1.3; DC. 36.21.
|ptext=ἡ, <i>die [[Verurteilung]]</i>; Antiph. 1.3; DC. 36.21.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[καταψήφισις]]) [[καταψηφίζω]]<br />[[αποδοκιμασία]] με ψήφο, αρνητική [[ψήφος]], [[απόρριψη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καταδίκη]].
}}
{{ls
|lstext='''καταψήφῐσις''': -εως, ἡ, τὸ ψηφίζειν [[ἐναντίον]] τινός, [[καταδίκη]], Ἀντιφῶν 112. 2· οὕτω καταψήφισμα, τό, Walz Ρήτ. 6. 175· καταψηφισμός, ὁ, Πολυδ. Η', 149.
}}
}}

Latest revision as of 17:29, 23 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταψήφῐσις Medium diacritics: καταψήφισις Low diacritics: καταψήφισις Capitals: ΚΑΤΑΨΗΦΙΣΙΣ
Transliteration A: katapsḗphisis Transliteration B: katapsēphisis Transliteration C: katapsifisis Beta Code: katayh/fisis

English (LSJ)

-εως, ἡ, voting against, condemnation, Antipho 1.3, D.C.36.38 (pl.):—also καταψηφισμός, ὁ, Poll.8.149.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
décret de condamnation.
Étymologie: καταψηφίζω.

German (Pape)

ἡ, die Verurteilung; Antiph. 1.3; DC. 36.21.

Greek Monolingual

η (Α καταψήφισις) καταψηφίζω
αποδοκιμασία με ψήφο, αρνητική ψήφος, απόρριψη
αρχ.
καταδίκη.

Greek (Liddell-Scott)

καταψήφῐσις: -εως, ἡ, τὸ ψηφίζειν ἐναντίον τινός, καταδίκη, Ἀντιφῶν 112. 2· οὕτω καταψήφισμα, τό, Walz Ρήτ. 6. 175· καταψηφισμός, ὁ, Πολυδ. Η', 149.