ἄμυγμα: Difference between revisions
Θέλω τύχης σταλαγμὸν ἢ φρενῶν πίθον → Melior fortunae guttula artis urceo → Ein Topfen Glück ist mehr wert als ein Fass Verstand
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amygma | |Transliteration C=amygma | ||
|Beta Code=a)/mugma | |Beta Code=a)/mugma | ||
|Definition=-ατος, τό, ([[ἀμύσσω]]) [[scratching]], [[tearing]], πολιᾶς ἄ. χαίτας [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''634; ὀνύχων ἀμύγματα E.''Andr.''827. | |Definition=-ατος, τό, ([[ἀμύσσω]]) [[scratching]], [[tearing]], πολιᾶς ἄ. χαίτας [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''634; ὀνύχων ἀμύγματα [[Euripides|E.]]''[[Andromache|Andr.]]''827. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 07:37, 19 October 2024
English (LSJ)
-ατος, τό, (ἀμύσσω) scratching, tearing, πολιᾶς ἄ. χαίτας S.Aj.634; ὀνύχων ἀμύγματα E.Andr.827.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Prosodia: [ᾰ-]
desgarrón, arañazo πολιᾶς ἄμυγμα χαίτας S.Ai.634, ὀνύχων τε δάι' ἀμύγματα E.Andr.827, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 130] τό (ἀμύσσω), das Zerraufen, χαίτας Soph. Ai. 621; ὀνύχων δάϊ' ἀμύγματα, das Zerreißen mit den Nägeln, Eur. Andr. 826.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
action d'arracher (des cheveux).
Étymologie: ἀμύσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἄμυγμα: ατος (ᾰμ) τό ἀμύσσω разрывание или вырывание (χαίτης Soph.): ὀνύχων ἀμύγματα θέσθαι Eur. расцарапывать себе лицо ногтями.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμυγμα: -ατος, τό, (ἀμύσσω) σπάραγμα διὰ τῶν ὀνύχων, «τσουγκράνισμα», ἀπόσπασις, «τράβηγμα», πολιᾶς ἄμ. χαίτας Σοφ. Αἴ. 633· ὀνύχων ἀμύγματα Εὐρ. Ἀνδρ. 827.
Greek Monolingual
ἄμυγμα, το (Α) ἀμύσσω
γρατσουνιά, γρατσούνισμα, νύχια, αμυχή.
Greek Monotonic
ἄμυγμα: -ατος, τό (ἀμύσσω), γδάρσιμο, σχίσιμο, σε Σοφ., Ευρ.