χριστοκάπηλος: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
(a)
 
(47b)
 
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1377.png Seite 1377]] = [[χριστέμπορος]], K. S.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1377.png Seite 1377]] = [[χριστέμπορος]], K. S.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>εκκλ.</b> αυτός που επιζητεί το [[κέρδος]] εμπορευόμενος το όνομα και τη [[διδασκαλία]] του Ιησού Χριστού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Χριστός]] <span style="color: red;">+</span> [[κάπηλος]] «[[έμπορος]]»].
}}
}}

Latest revision as of 06:10, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1377] = χριστέμπορος, K. S.

Greek Monolingual

-ον, Α
εκκλ. αυτός που επιζητεί το κέρδος εμπορευόμενος το όνομα και τη διδασκαλία του Ιησού Χριστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + κάπηλος «έμπορος»].