σειστής: Difference between revisions
From LSJ
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
(b) |
(37) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0869.png Seite 869]] ὁ, der Erderschütterer, Io. Lyd. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0869.png Seite 869]] ὁ, der Erderschütterer, Io. Lyd. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ, και [[σείστης]] Ν [[σείω]]<br />αυτός που κουνιέται όταν περπατά («του σειστή, του λυγιστή 'μαι, του ταβερνογυριστή 'μαι», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που προκαλεί σεισμούς. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ, (σείω)
A earth-shaker, a kind of earthquake, Lyd. Ost.53.
German (Pape)
[Seite 869] ὁ, der Erderschütterer, Io. Lyd.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και σείστης Ν σείω
αυτός που κουνιέται όταν περπατά («του σειστή, του λυγιστή 'μαι, του ταβερνογυριστή 'μαι», δημ. τραγούδι)
αρχ.
αυτός που προκαλεί σεισμούς.