μόμφος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
(b)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0201.png Seite 201]] ὁ, = [[μέμψις]], Eurip. bei B. A. 107.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0201.png Seite 201]] ὁ, = [[μέμψις]], Eurip. bei B. A. 107.
}}
{{ls
|lstext='''μόμφος''': ὁ, = [[μομφή]], Εὐρ. Ἀποσπ. 634· οὕτω μόμφις Τηλεκλείδ. ἐν Ἀδήλ. 12· ὁ Ἡσύχ. [[ὡσαύτως]] ἔχει: «μόμφις· [[δύσκλεια]]»· καὶ τὸ ἐφθαρμένον [[γλώσσημα]] τοῦ Φωτ. (μέμψειραν· τὴν μέμψιν, Τηλεκλείδης) πιθ. ἀναφέρεται εἰς τὸ αὐτὸ [[χωρίον]].
}}
}}

Revision as of 09:53, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόμφος Medium diacritics: μόμφος Low diacritics: μόμφος Capitals: ΜΟΜΦΟΣ
Transliteration A: mómphos Transliteration B: momphos Transliteration C: momfos Beta Code: mo/mfos

English (LSJ)

ὁ, = foreg., E.Fr.633, IG5(2).262.34 (Mantinea, v B. C.):— so μόμφις, dub. in Telecl.63 (cf. μέμφειραν· τὴν μέμψιν, Τηλεκλείδης, Phot.); cf. μόμψεις· δύσκλεια, Hsch.

German (Pape)

[Seite 201] ὁ, = μέμψις, Eurip. bei B. A. 107.

Greek (Liddell-Scott)

μόμφος: ὁ, = μομφή, Εὐρ. Ἀποσπ. 634· οὕτω μόμφις Τηλεκλείδ. ἐν Ἀδήλ. 12· ὁ Ἡσύχ. ὡσαύτως ἔχει: «μόμφις· δύσκλεια»· καὶ τὸ ἐφθαρμένον γλώσσημα τοῦ Φωτ. (μέμψειραν· τὴν μέμψιν, Τηλεκλείδης) πιθ. ἀναφέρεται εἰς τὸ αὐτὸ χωρίον.