διασκελίζω: Difference between revisions

From LSJ

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
(c1)
 
(9)
 
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0602.png Seite 602]] die Schenkel auseinander spreizen, E. M. 502, 39.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0602.png Seite 602]] die Schenkel auseinander spreizen, E. M. 502, 39.
}}
{{grml
|mltxt=και [[διασκελώ]] και διασκελάω και δρασκελώ και δρασκελάω (Μ [[διασκελίζομαι]])<br /><b>1.</b> [[διαβαίνω]] [[πάνω]] από [[κάτι]] με ανοιχτά τα σκέλη<br /><b>2.</b> [[βαδίζω]] [[γρήγορα]] με μεγάλα βήματα<br /><b>3.</b> [[μετρώ]] [[απόσταση]] με δρασκελισμούς<br /><b>μσν.</b><br />[[κάθομαι]] με ανοιχτά τα πόδια.
}}
}}

Latest revision as of 06:27, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 602] die Schenkel auseinander spreizen, E. M. 502, 39.

Greek Monolingual

και διασκελώ και διασκελάω και δρασκελώ και δρασκελάω (Μ διασκελίζομαι)
1. διαβαίνω πάνω από κάτι με ανοιχτά τα σκέλη
2. βαδίζω γρήγορα με μεγάλα βήματα
3. μετρώ απόσταση με δρασκελισμούς
μσν.
κάθομαι με ανοιχτά τα πόδια.