ὀφιομάχος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀφιομάχος]] και [[κατά]] δ. γρφ.> [[ὀφεομάχος]], ον, αρσ. και ὀφιομάχης (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μάχεται με φίδια<br /><b>2.</b> [[είδος]] ακρίδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄφις]], -<i>ιος</i> / -<i>εος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μάχος</i> / -<i>μάχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]), <b>πρβλ.</b> [[θαλασσομάχος]]].
|mltxt=[[ὀφιομάχος]] και [[κατά]] δ. γρφ.> [[ὀφεομάχος]], ον, αρσ. και [[ὀφιομάχης]] (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μάχεται με [[φίδι]]α<br /><b>2.</b> [[είδος]] [[ακρίδα]]ς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄφις]], -<i>ιος</i> / -<i>εος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μάχος</i> / -<i>μάχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]), <b>πρβλ.</b> [[θαλασσομάχος]]].
}}
}}

Latest revision as of 16:05, 4 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀφῐομᾰ́χος Medium diacritics: ὀφιομάχος Low diacritics: οφιομάχος Capitals: ΟΦΙΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: ophiomáchos Transliteration B: ophiomachos Transliteration C: ofiomachos Beta Code: o)fioma/xos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, fighting with serpents, γνώμη Ph.1.86: as substantive, a kind of locust, and the ichneumon, Hsch.:—in the former sense ὀφῐομάχης is found in LXX Le.11.22, Ph. 1.39.

German (Pape)

[Seite 426] mit Schlangen kämpfend, Hesych., eine Art Heuschrecke, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφιομάχος: -ον, ὁ μαχόμενος πρὸς ὄφεις· ὡς οὐσιαστ., εἶδος ἀπτέρου ἀκρίδος, καὶ ὁ ἰχνεύμων, Ἡσύχ.· ὁ Σουΐδ. ἔχει τὸν τύπον ὀφιομάχης καὶ ἑρμηνεύει: «εἶδος ἀκρίδος, μὴ ἔχον πτερά».

Greek Monolingual

ὀφιομάχος και κατά δ. γρφ.> ὀφεομάχος, ον, αρσ. και ὀφιομάχης (Α)
1. αυτός που μάχεται με φίδια
2. είδος ακρίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος / -εος + -μάχος / -μάχης (< μάχομαι), πρβλ. θαλασσομάχος].