ὀλίσθησις: Difference between revisions
ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy
m (Text replacement - "εξάρθρωση; Ancient Greek: ἀνάπλευσις, ἀποπάλησις, διάστρεμμα, διαφορά, διαφορή, ἐκβολή, ἔκκλισις, ἐκπαλεία, [[ἐκ...) |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0323.png Seite 323]] ἡ, das Ausgleiten | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0323.png Seite 323]] ἡ, das [[Ausgleiten und Fallen]], [[Fehltreten]], Plut. cons. ad ux. 9. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />[[action de glisser]], [[chute]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀλισθάνω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />[[action de glisser]], [[chute]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀλισθάνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀλίσθησις:''' εως ἡ досл. [[скольжение]], перен. [[заблуждение]] (αἱ ὀλισθήσεις καὶ παραβάσεις Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀλίσθησις''': ἡ, τὸ ὀλισθαίνειν καὶ πίπτειν, «γλίστρημα», Πλούτ. 2. 611Α, 731Ε· [[ἐντεῦθεν]], ἐξάρθρωσις ὀστοῦ, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 777 ὀλισθήσεως [[τρόπος]] περὶ Ἄρθρ. 836. | |lstext='''ὀλίσθησις''': ἡ, τὸ ὀλισθαίνειν καὶ πίπτειν, «γλίστρημα», Πλούτ. 2. 611Α, 731Ε· [[ἐντεῦθεν]], ἐξάρθρωσις ὀστοῦ, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 777 ὀλισθήσεως [[τρόπος]] περὶ Ἄρθρ. 836. | ||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml |
Revision as of 23:02, 13 February 2024
English (LSJ)
-εως, ἡ, slipping and falling, ib.611a,731f: hence, dislocation, τρόπος ὀλισθήσιος Hp.Fract.42, Art.74.
German (Pape)
[Seite 323] ἡ, das Ausgleiten und Fallen, Fehltreten, Plut. cons. ad ux. 9.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de glisser, chute.
Étymologie: ὀλισθάνω.
Russian (Dvoretsky)
ὀλίσθησις: εως ἡ досл. скольжение, перен. заблуждение (αἱ ὀλισθήσεις καὶ παραβάσεις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀλίσθησις: ἡ, τὸ ὀλισθαίνειν καὶ πίπτειν, «γλίστρημα», Πλούτ. 2. 611Α, 731Ε· ἐντεῦθεν, ἐξάρθρωσις ὀστοῦ, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 777 ὀλισθήσεως τρόπος περὶ Ἄρθρ. 836.
Translations
dislocation
Bulgarian: изкълчване, навяхване; Chinese Mandarin: 脫位/脱位, 脫臼/脱臼; Czech: vykloubení; Finnish: sijoiltaanmeno; French: luxation; Galician: luxación; German: Verrenkung, Luxation; Greek: ἀνάθλασις, ἀνάπλευσις, ἀποπάλησις, διακίνημα, διασπασμός, διάστρεμμα, διαστροφή, διαφορά, διαφορή, ἐκβολή, ἔκκλισις, ἐκπαλεία, ἐκπάλησις, ἐκπόρπισις, ἔκπτωμα, ἔκπτωσις, ἐκστροφή, ἔξαλσις, ἐξάρθρημα, ἐξάρθρησις, ἔξαρθρον, ἐξάρθρωμα, ἐξάρθρωσις, ἐξηρθρηκός, ἐπιστροφίς, μετακίνησις, μετάστασις, ὀλίσθημα, ὀλίσθησις, παράρθρημα, παράρθρησις, παρεναλλαγή, προπήδησις, στρέμμα, τὸ ἐξηρθρηκός, χάλασμα; Hungarian: ficam, kificamodás, kificamítás; Japanese: 脱臼, 断層; Latin: luxus; Macedonian: исколчување; Portuguese: deslocamento, deslocação, luxação; Russian: вывих; Spanish: luxación, dislocación; Swedish: urledvridning, dislokation, luxation; Tagalog: pagkapiang