δενδρίτης: Difference between revisions
ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk
(13_2) |
(6_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0545.png Seite 545]] ὁ, zum Baume gehörig, [[καρπός]] Theophr. – Beiname des Bacchus, als Vorsteher der Baumzucht u. des Weinbaues, Plut. Symp. 5, 3, 1. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0545.png Seite 545]] ὁ, zum Baume gehörig, [[καρπός]] Theophr. – Beiname des Bacchus, als Vorsteher der Baumzucht u. des Weinbaues, Plut. Symp. 5, 3, 1. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''δενδρίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, εἰς [[δένδρον]] ἀνήκων, ἐκ δένδρου, [[καρπὸς]] Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 13· [[ὄνομα]] τοῦ Βάκχου, Πλούτ. 2. 675F· - θηλ. δενδρῖτις γῆ, [[ἔδαφος]] κατάλληλον πρὸς φυτείαν ἢ καλλιεργίαν δένδρων, Διον. Ἁλ. 1. 37· [[ἄμπελος]] δενδρῖτις, ἡ εἰς δένδρα περιπλεκομένη [[ἄμπελος]], ἀλλαχοῦ [[ἀναδενδράς]], Στράβ. 231· [[νύμφη]] δενδρῖτις = [[νύμφη]] δάσους ἢ δασῶν, δρυὰς Ἀνθ. Π. 9. 665. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:26, 5 August 2017
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A of a tree, καρπός Thphr.Vent.13; ὑάκινθος, a gem, Mart.Cap.1.75; name of Dionysus, Plu.2.675f; Δενδρῖται, οἱ, a fabulous people, Luc.VH1.22:—fem. δενδρῖτις γῆ soil suited for planting, D.H.1.37; opp. ψιλή, Inscr.Prien.12.23 (iii B. C.); ἄμπελος δ., = ἀναδενδράς, Str. 5.3.5; νύμφη δ. wood-nymph, AP9.665 (Agath.): epith. of Helen at Rhodes, Paus.3.19.10. II δενδρίτης· κροκόδειλος, f.l. in Hsch.
German (Pape)
[Seite 545] ὁ, zum Baume gehörig, καρπός Theophr. – Beiname des Bacchus, als Vorsteher der Baumzucht u. des Weinbaues, Plut. Symp. 5, 3, 1.
Greek (Liddell-Scott)
δενδρίτης: [ῑ], -ου, ὁ, εἰς δένδρον ἀνήκων, ἐκ δένδρου, καρπὸς Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 13· ὄνομα τοῦ Βάκχου, Πλούτ. 2. 675F· - θηλ. δενδρῖτις γῆ, ἔδαφος κατάλληλον πρὸς φυτείαν ἢ καλλιεργίαν δένδρων, Διον. Ἁλ. 1. 37· ἄμπελος δενδρῖτις, ἡ εἰς δένδρα περιπλεκομένη ἄμπελος, ἀλλαχοῦ ἀναδενδράς, Στράβ. 231· νύμφη δενδρῖτις = νύμφη δάσους ἢ δασῶν, δρυὰς Ἀνθ. Π. 9. 665.