ἡλιοκαής: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
mNo edit summary |
m (Text replacement - "Finnish: auringon paahtama;" to "English: sunburnt, sun-burnt, sunburned; Finnish: auringon paahtama;") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====[[sunburnt]]=== | |trtx====[[sunburnt]]=== | ||
Finnish: auringon paahtama; French: bronzé, bronzée, brûlé par le soleil, brûlée par le soleil; German: [[sonnenverbrannt]]; Greek: [[που έχει καεί από τον ήλιο]], [[ηλιοκαμένος]]; Ancient Greek: [[ἁλιόκαυστος]], [[αὐσταλέος]], [[ἡλιοκαής]], [[ἡλιόκαυστος]], [[ἡλιόκτυπος]], [[ἡλιοπλήξ]], [[ἡλιωμένος]]; Latin: [[adustus]]; Maori: tīkākā; Slovak: spálený; Swedish: solbränd, brunbränd; Vietnamese: cháy nắng | English: [[sunburnt]], [[sun-burnt]], [[sunburned]]; Finnish: auringon paahtama; French: bronzé, bronzée, brûlé par le soleil, brûlée par le soleil; German: [[sonnenverbrannt]]; Greek: [[που έχει καεί από τον ήλιο]], [[ηλιοκαμένος]]; Ancient Greek: [[ἁλιόκαυστος]], [[αὐσταλέος]], [[ἡλιοκαής]], [[ἡλιόκαυστος]], [[ἡλιόκτυπος]], [[ἡλιοπλήξ]], [[ἡλιωμένος]]; Latin: [[adustus]]; Maori: tīkākā; Slovak: spálený; Swedish: solbränd, brunbränd; Vietnamese: cháy nắng | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:47, 17 March 2024
English (LSJ)
ἡλιοκαές, (κάω, καίω) sunburnt, Luc.Lex.2; ὄστρακον v.l. in Dsc.2.2: ἡλιοκαές, τό, name of a powder, Orib.Fr.115.
German (Pape)
[Seite 1162] ές, von der Sonne verbrannt; χρίεσθαι τὸ ἡλιοκαές Luc. Lexiph. 2.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
brûlé par le soleil.
Étymologie: ἥλιος, καίω.
Russian (Dvoretsky)
ἡλιοκᾰής: обожженный солнцем Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλιοκᾰής: -ές, (κάω, καίω) κεκαυμένος ὑπὸ τοῦ ἡλίου, Λουκ. Λεξιφ. 2· ἴδε τὸ ἑπόμ.
Greek Monolingual
-ές (Α ἡλιοκαής, -ές)
ο καμένος από τον ήλιο, ηλιοκαμένος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τo ἡλιοκαές
είδος φαρμακευτικής σκόνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -καης (< καίω), πρβλ. διακαής, πυρικαής].
Translations
sunburnt
English: sunburnt, sun-burnt, sunburned; Finnish: auringon paahtama; French: bronzé, bronzée, brûlé par le soleil, brûlée par le soleil; German: sonnenverbrannt; Greek: που έχει καεί από τον ήλιο, ηλιοκαμένος; Ancient Greek: ἁλιόκαυστος, αὐσταλέος, ἡλιοκαής, ἡλιόκαυστος, ἡλιόκτυπος, ἡλιοπλήξ, ἡλιωμένος; Latin: adustus; Maori: tīkākā; Slovak: spálený; Swedish: solbränd, brunbränd; Vietnamese: cháy nắng