πλίξ: Difference between revisions

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
(13_4)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0637.png Seite 637]] adv.; dafür ist [[ἀμφιπλίξ]] gebräuchlicher. ἡ, = [[πλίγμα]]; Schol. Ar. Ach. 217; Suid. erkl. τὸ [[βῆμα]], auch τὸ ἀπὸ τῆς χειρὸς εἰς τὸν λιχανὸν [[δάκτυλον]] [[διάστημα]], die Spanne; auch [[πλίξις]] geschrieben.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0637.png Seite 637]] adv.; dafür ist [[ἀμφιπλίξ]] gebräuchlicher. ἡ, = [[πλίγμα]]; Schol. Ar. Ach. 217; Suid. erkl. τὸ [[βῆμα]], auch τὸ ἀπὸ τῆς χειρὸς εἰς τὸν λιχανὸν [[δάκτυλον]] [[διάστημα]], die Spanne; auch [[πλίξις]] geschrieben.
}}
{{ls
|lstext='''πλίξ''': ἡ, Δωρ. [[λέξις]] = βῆμα (ποδός), Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ζ. 318, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 217. ΙΙ. «τὸ μεταξὺ τῶν μηρῶν [[ὀστοῦν]]» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. καὶ Κόντου Φιλολ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δϳ, σ. 146.
}}
}}

Revision as of 11:15, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλίξ Medium diacritics: πλίξ Low diacritics: πλιξ Capitals: ΠΛΙΞ
Transliteration A: plíx Transliteration B: plix Transliteration C: pliks Beta Code: pli/c

English (LSJ)

ἡ, Dor. word for βῆμα,

   A step, Sch.Od.6.318, Sch.Ar.Ach. 217.    II pelvis, Sch.Ar.1.c.

German (Pape)

[Seite 637] adv.; dafür ist ἀμφιπλίξ gebräuchlicher. ἡ, = πλίγμα; Schol. Ar. Ach. 217; Suid. erkl. τὸ βῆμα, auch τὸ ἀπὸ τῆς χειρὸς εἰς τὸν λιχανὸν δάκτυλον διάστημα, die Spanne; auch πλίξις geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

πλίξ: ἡ, Δωρ. λέξις = βῆμα (ποδός), Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ζ. 318, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 217. ΙΙ. «τὸ μεταξὺ τῶν μηρῶν ὀστοῦν» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. καὶ Κόντου Φιλολ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δϳ, σ. 146.