ἰχνεύω: Difference between revisions

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
(13_5)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1277.png Seite 1277]] spüren, aufspüren, aufsuchen, erspähen; κεῖνον [[ἰχνεύω]] [[πάλαι]] Soph. Ai. 20; τὸν ἄδηλον ἄνδρα πάντ' ἰχνεύειν O. R. 475, vgl. 221; θῆρας κυσίν Eur. Cycl. 130; sp. D., πρόκας Ap. Rh. 2, 279; in Prosa, [[καθάπερ]] κυσὶν ἰχνευούσαις [[διερευνητέον]] Plat. Legg. II, 654 e, vgl. Parm. 128 c; Xen. Cyn. 4, 9 u. Sp. – Pass. bei Poll. 5, 11.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1277.png Seite 1277]] spüren, aufspüren, aufsuchen, erspähen; κεῖνον [[ἰχνεύω]] [[πάλαι]] Soph. Ai. 20; τὸν ἄδηλον ἄνδρα πάντ' ἰχνεύειν O. R. 475, vgl. 221; θῆρας κυσίν Eur. Cycl. 130; sp. D., πρόκας Ap. Rh. 2, 279; in Prosa, [[καθάπερ]] κυσὶν ἰχνευούσαις [[διερευνητέον]] Plat. Legg. II, 654 e, vgl. Parm. 128 c; Xen. Cyn. 4, 9 u. Sp. – Pass. bei Poll. 5, 11.
}}
{{ls
|lstext='''ἰχνεύω''': ([[ἴχνος]]) [[ἀνιχνεύω]], ἰχνηλατῶ, Σοφ. Αἴ. 20, Ο. Τ. 221, 475· ἰχν. θῆρας κυσὶ Εὐρ. Κύκλ. 130· κύνες ἰχνεύουσαι Πλάτ. Νόμ. 654Ε· μεταφορ., κατὰ σοῦ τὴν ψῆφον ἰχνεύων, ζητῶν νὰ εὕρῃ τὴν ψῆφον νὰ ψηφίσῃ κατὰ σοῦ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 802· ἰχν. τὰ λεχθέντα Πλάτ. Παρμ. 128C· τὴν τοῦ καλοῦ φύσιν ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 401C· - ἰχνεύεις... τίς εἰμ’ ἐγώ..; Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 227. 2) [[ἰχνεύω]] τὰ ὄρη, [[περιέρχομαι]] τὰ ὄρη κυνηγῶν, Ξεν. Κυν. 4. 9. - Παρὰ Πινδ. Π. 8. 48, ὁ Böckh ἀναγινώσκει ἰχνέων (ἀκολουθῶν τοῖς ἴχνεσι…) [[χάριν]] τοῦ μέτρου, ἀλλὰ [[βελτίων]] ἡ [[διόρθωσις]] τοῦ Ἑρμάννου οἰχνέων (ἰχνεύων Christ.).
}}
}}

Revision as of 09:09, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἰχνεύω Medium diacritics: ἰχνεύω Low diacritics: ιχνεύω Capitals: ΙΧΝΕΥΩ
Transliteration A: ichneúō Transliteration B: ichneuō Transliteration C: ichneyo Beta Code: *)ixneu/w

English (LSJ)

   A track out, hunt after, S.Aj.20, OT 221, 476 (lyr.); ἰ. θῆρας κυσίν E.Cyc.130; κύνες ἰχνεύουσαι hunting by scent, Pl.Lg.654e: metaph., κατὰ σοῦ τὴν ψῆφον ἰ. seeking for a vote of condemnation, Ar.Eq.808; ἰ. τὰ λεχθέντα Pl.Prm.128c; τὴν τοῦ καλοῦ φύσιν Id.R.401c; [σοφίαν] LXX Si.51.15; ἰχνεύεις . . τίς εἴμ' ἐγώ . .; Epigr.Gr.227 (Teos); follow on the track of, emulate, ματραδελφεούς Pi.P.8.35.    2 ἰ. ὄρη to hunt the mountains, X.Cyn.4.9.

German (Pape)

[Seite 1277] spüren, aufspüren, aufsuchen, erspähen; κεῖνον ἰχνεύω πάλαι Soph. Ai. 20; τὸν ἄδηλον ἄνδρα πάντ' ἰχνεύειν O. R. 475, vgl. 221; θῆρας κυσίν Eur. Cycl. 130; sp. D., πρόκας Ap. Rh. 2, 279; in Prosa, καθάπερ κυσὶν ἰχνευούσαις διερευνητέον Plat. Legg. II, 654 e, vgl. Parm. 128 c; Xen. Cyn. 4, 9 u. Sp. – Pass. bei Poll. 5, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχνεύω: (ἴχνος) ἀνιχνεύω, ἰχνηλατῶ, Σοφ. Αἴ. 20, Ο. Τ. 221, 475· ἰχν. θῆρας κυσὶ Εὐρ. Κύκλ. 130· κύνες ἰχνεύουσαι Πλάτ. Νόμ. 654Ε· μεταφορ., κατὰ σοῦ τὴν ψῆφον ἰχνεύων, ζητῶν νὰ εὕρῃ τὴν ψῆφον νὰ ψηφίσῃ κατὰ σοῦ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 802· ἰχν. τὰ λεχθέντα Πλάτ. Παρμ. 128C· τὴν τοῦ καλοῦ φύσιν ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 401C· - ἰχνεύεις... τίς εἰμ’ ἐγώ..; Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 227. 2) ἰχνεύω τὰ ὄρη, περιέρχομαι τὰ ὄρη κυνηγῶν, Ξεν. Κυν. 4. 9. - Παρὰ Πινδ. Π. 8. 48, ὁ Böckh ἀναγινώσκει ἰχνέων (ἀκολουθῶν τοῖς ἴχνεσι…) χάριν τοῦ μέτρου, ἀλλὰ βελτίωνδιόρθωσις τοῦ Ἑρμάννου οἰχνέων (ἰχνεύων Christ.).