Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑπαγωγεύς: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
(13_4)
(6_8)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1180.png Seite 1180]] έως, ὁ, 1) eine Maurerkelle; Ar. Av. 1149, Schol. [[ξυστήρ]], πλατὺ [[σίδηρον]], ᾡ ξύουσι τὸν πηλόν; vgl. Poll. 7, 125. – Ein Folterwerkzeug, VLL. – 2) ein beweglicher Steg an Saiteninstrumenten, wie [[ὑποβολεύς]], Nicom. arithm. 2, 27 und Music.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1180.png Seite 1180]] έως, ὁ, 1) eine Maurerkelle; Ar. Av. 1149, Schol. [[ξυστήρ]], πλατὺ [[σίδηρον]], ᾡ ξύουσι τὸν πηλόν; vgl. Poll. 7, 125. – Ein Folterwerkzeug, VLL. – 2) ein beweglicher Steg an Saiteninstrumenten, wie [[ὑποβολεύς]], Nicom. arithm. 2, 27 und Music.
}}
{{ls
|lstext='''ὑπᾰγωγεύς''': έως, ὁ, «[[ἐργαλεῖον]] οἰκοδομικὸν ᾧ ἀπευθύνουσι τὰς πλίνθους πρὸς ἀλλήλας˙ τινὲς δὲ αὐτὸ [[παράξυστον]] καλοῦσι˙ εἰ μὴ ἄρα πηλόν τινα οὕτω καλοῦσι˙ τοιοῦτον γάρ τι καὶ Ἕρμιππος ἐν τοῖς τριμέτροις ἐμφανίζει» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 1149. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὑπαγωγεύς]]· πρὸς πλίνθων οἰκοδομὴν πηλός», πρβλ. Meineke εἰς Κωμ. 1, σ. 93. ΙΙ. τὸ ξύλινον [[ὑποστήριγμα]], ἡ [[γέφυρα]] τῶν ἐγχόρδων ὀργάνων, ἄλλως [[ὑποβολεύς]], Νικομ. Ἁρμ. σελ. 18.
}}
}}

Revision as of 11:28, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπᾰγωγεύς Medium diacritics: ὑπαγωγεύς Low diacritics: υπαγωγεύς Capitals: ΥΠΑΓΩΓΕΥΣ
Transliteration A: hypagōgeús Transliteration B: hypagōgeus Transliteration C: ypagogeys Beta Code: u(pagwgeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A tool for shaping and adjusting bricks or tiles, trowel, Ar.Av.1149 (ubi v. Sch.); cf. Hermipp.69: v. ἐπαγωγεύς.    2 plasterer, IG22.1672.31.    II the bridge of a stringed instrument, = ὑποβολεύς, Nicom.Harm.10.

German (Pape)

[Seite 1180] έως, ὁ, 1) eine Maurerkelle; Ar. Av. 1149, Schol. ξυστήρ, πλατὺ σίδηρον, ᾡ ξύουσι τὸν πηλόν; vgl. Poll. 7, 125. – Ein Folterwerkzeug, VLL. – 2) ein beweglicher Steg an Saiteninstrumenten, wie ὑποβολεύς, Nicom. arithm. 2, 27 und Music.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπᾰγωγεύς: έως, ὁ, «ἐργαλεῖον οἰκοδομικὸν ᾧ ἀπευθύνουσι τὰς πλίνθους πρὸς ἀλλήλας˙ τινὲς δὲ αὐτὸ παράξυστον καλοῦσι˙ εἰ μὴ ἄρα πηλόν τινα οὕτω καλοῦσι˙ τοιοῦτον γάρ τι καὶ Ἕρμιππος ἐν τοῖς τριμέτροις ἐμφανίζει» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 1149. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπαγωγεύς· πρὸς πλίνθων οἰκοδομὴν πηλός», πρβλ. Meineke εἰς Κωμ. 1, σ. 93. ΙΙ. τὸ ξύλινον ὑποστήριγμα, ἡ γέφυρα τῶν ἐγχόρδων ὀργάνων, ἄλλως ὑποβολεύς, Νικομ. Ἁρμ. σελ. 18.