μολοβρός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source
(13_5)
 
(6_15)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0199.png Seite 199]] ὁ, nach der Erkl. der Alten ὁ μολὼν ἐπὶ βοράν, der Landstreicher und Bettler, der sich bei Andern Essen erbettelt, nach Riemer mit [[μῶλυς]], [[μωλύνω]], mollis zusammenhangend, ein fauler Fettwanst; Od. 17, 219. 18, 26; vgl. Lycophr. 775; μολοβρὸς καὶ [[ἀνέστιος]], Nicet. – Bei Nic. Ther. 662 ist κεφαλὴ πεδόεσσα μ ολοβρή so viel wie χαμηλή, ταπεινή, Andere lesen aber μολυβρή, = [[μολυβδοειδής]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0199.png Seite 199]] ὁ, nach der Erkl. der Alten ὁ μολὼν ἐπὶ βοράν, der Landstreicher und Bettler, der sich bei Andern Essen erbettelt, nach Riemer mit [[μῶλυς]], [[μωλύνω]], mollis zusammenhangend, ein fauler Fettwanst; Od. 17, 219. 18, 26; vgl. Lycophr. 775; μολοβρὸς καὶ [[ἀνέστιος]], Nicet. – Bei Nic. Ther. 662 ist κεφαλὴ πεδόεσσα μ ολοβρή so viel wie χαμηλή, ταπεινή, Andere lesen aber μολυβρή, = [[μολυβδοειδής]].
}}
{{ls
|lstext='''μολοβρός''': ὁ, ὁ [[ἀκόρεστος]] τροφῆς, [[λαίμαργος]] [[ἄνθρωπος]], [[γαστρίμαργος]], ἀναφερόμ. εἰς ἐπαίτην, Ὀδ. Ρ. 219., Σ. 26· ‒ [[ὡσαύτως]] ὡς ἐπίθ., μολοβρὴ [[ῥίζα]], ταπεινή, [[μόλις]] αὐξανόμενη, Νικ. Θ. 662. ([[Κατὰ]] τοὺς Γραμμ., ὁ μολὼν ἐπὶ βοράν· ἀλλ᾿ αἱ λέξεις [[μολόβριον]], [[μολοβρίτης]] προφανῶς σχετίζουσι τὸ μολοβρὸς πρὸς τὴν ἔννοιαν τοῦ χοίρου· καὶ ἂν ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] (ὡς ὁ Κούρτ. νομίζει) ἡ αὐτὴ καὶ τοῦ [[μέλας]], [[μολύνω]], ἡ κυριολεκτικὴ [[σημασία]] [[αὐτοῦ]] θὰ [[εἶναι]], [[μέλας]] ἢ ῥυπαρὸς [[χοῖρος]]).
}}
}}

Revision as of 11:35, 5 August 2017

German (Pape)

[Seite 199] ὁ, nach der Erkl. der Alten ὁ μολὼν ἐπὶ βοράν, der Landstreicher und Bettler, der sich bei Andern Essen erbettelt, nach Riemer mit μῶλυς, μωλύνω, mollis zusammenhangend, ein fauler Fettwanst; Od. 17, 219. 18, 26; vgl. Lycophr. 775; μολοβρὸς καὶ ἀνέστιος, Nicet. – Bei Nic. Ther. 662 ist κεφαλὴ πεδόεσσα μ ολοβρή so viel wie χαμηλή, ταπεινή, Andere lesen aber μολυβρή, = μολυβδοειδής.

Greek (Liddell-Scott)

μολοβρός: ὁ, ὁ ἀκόρεστος τροφῆς, λαίμαργος ἄνθρωπος, γαστρίμαργος, ἀναφερόμ. εἰς ἐπαίτην, Ὀδ. Ρ. 219., Σ. 26· ‒ ὡσαύτως ὡς ἐπίθ., μολοβρὴ ῥίζα, ταπεινή, μόλις αὐξανόμενη, Νικ. Θ. 662. (Κατὰ τοὺς Γραμμ., ὁ μολὼν ἐπὶ βοράν· ἀλλ᾿ αἱ λέξεις μολόβριον, μολοβρίτης προφανῶς σχετίζουσι τὸ μολοβρὸς πρὸς τὴν ἔννοιαν τοῦ χοίρου· καὶ ἂν ἡ ῥίζα εἶναι (ὡς ὁ Κούρτ. νομίζει) ἡ αὐτὴ καὶ τοῦ μέλας, μολύνω, ἡ κυριολεκτικὴ σημασία αὐτοῦ θὰ εἶναι, μέλας ἢ ῥυπαρὸς χοῖρος).