ἀσύμβατος: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(13_5)
(6_20)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0380.png Seite 380]] unvereinbar, τὸ ἀσ., Abneigung gegen einen Vergleich, Thuc. 3, 46; [[κοινολογία]], eine Unterhandlung, bei der man sich nicht einigen kann, Pol. 15, 9; [[τραῦμα]], eine Wunde, die nicht zuheilen will, Med. – Adv. ἀσυμβάτως, ἔχειν, nicht einig werden können, Plut. Dio. 21.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0380.png Seite 380]] unvereinbar, τὸ ἀσ., Abneigung gegen einen Vergleich, Thuc. 3, 46; [[κοινολογία]], eine Unterhandlung, bei der man sich nicht einigen kann, Pol. 15, 9; [[τραῦμα]], eine Wunde, die nicht zuheilen will, Med. – Adv. ἀσυμβάτως, ἔχειν, nicht einig werden können, Plut. Dio. 21.
}}
{{ls
|lstext='''ἀσύμβᾰτος''': παλ. Ἀττ. ἀξύμβατος, ον, μὴ ἐρχόμενος εἰς συμβιβασμόν, [[ἀσυμβίβαστος]], ἡμῖν τε πῶς οὐ [[βλάβη]] δαπανᾶν καθημένοις διὰ τὸ ἀξύμβατον..., διὰ τὸ μὴ συμβιβάζεσθαι, Θουκ. 3. 46· ἀσ. ἐχθρὸς Φίλων 1. 223· ἡ μὲν γὰρ κατὰ στέρησιν καὶ ἕξιν [[ἀντίθεσις]], πολεμικὴ καὶ ἀσύμβατός ἐστι, [[ἀδιάλλακτος]], Πλούτ. 2. 946Ε· - [[τραῦμα]] ἀσύμβατον, μὴ θεραπευόμενον, Ἀρετ. 97: - Ἐπίρρ. ἀσυμβάτως, Ἀντωνίου μὲν ἀσυμβάτως ἔχοντος, μὴ συνδιαλασσομένου, Πλουτ. Κικ. 46. ΙΙ. [[ἄνευ]] συμβιβαστικοῦ ἀποτελέσματος, Ἀννίβας καὶ Πόπλιος ἐχωρίσθησαν ἀξύμβατος ποιησάμενοι τὴν κοινολογίαν Πολύβ. 15. 9, 1.
}}
}}

Revision as of 11:05, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσύμβᾰτος Medium diacritics: ἀσύμβατος Low diacritics: ασύμβατος Capitals: ΑΣΥΜΒΑΤΟΣ
Transliteration A: asýmbatos Transliteration B: asymbatos Transliteration C: asymvatos Beta Code: a)su/mbatos

English (LSJ)

Att. ἀξ-, ον,

   A not coming to terms, τὸ ἀξ. Th.3.46; ἀ. ἐχθρός Ph.1.223; ἀντίθεσις ἀ. irreconcilable, Plu.2.946e, cf. Procl. Inst.28, Dam.Pr.5. Adv. -τως, ἔχειν to be irreconcilable, Ph.Fr.24 H., Plu.Cic.46: neut. Pl. as Adv., ἀσύμβατα μνησικακοῦντες Ph.2.520.    2 not comparable, disparate: εἰς ἕτερα ἀ. incongruous in other respects, Gal.5.540.    3 τραῦμα ἀ. wound that will not close up, heal, Aret.CA2.2.    II Act., bringing no agreement, κοινολογία Plb.15.9.1.

German (Pape)

[Seite 380] unvereinbar, τὸ ἀσ., Abneigung gegen einen Vergleich, Thuc. 3, 46; κοινολογία, eine Unterhandlung, bei der man sich nicht einigen kann, Pol. 15, 9; τραῦμα, eine Wunde, die nicht zuheilen will, Med. – Adv. ἀσυμβάτως, ἔχειν, nicht einig werden können, Plut. Dio. 21.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσύμβᾰτος: παλ. Ἀττ. ἀξύμβατος, ον, μὴ ἐρχόμενος εἰς συμβιβασμόν, ἀσυμβίβαστος, ἡμῖν τε πῶς οὐ βλάβη δαπανᾶν καθημένοις διὰ τὸ ἀξύμβατον..., διὰ τὸ μὴ συμβιβάζεσθαι, Θουκ. 3. 46· ἀσ. ἐχθρὸς Φίλων 1. 223· ἡ μὲν γὰρ κατὰ στέρησιν καὶ ἕξιν ἀντίθεσις, πολεμικὴ καὶ ἀσύμβατός ἐστι, ἀδιάλλακτος, Πλούτ. 2. 946Ε· - τραῦμα ἀσύμβατον, μὴ θεραπευόμενον, Ἀρετ. 97: - Ἐπίρρ. ἀσυμβάτως, Ἀντωνίου μὲν ἀσυμβάτως ἔχοντος, μὴ συνδιαλασσομένου, Πλουτ. Κικ. 46. ΙΙ. ἄνευ συμβιβαστικοῦ ἀποτελέσματος, Ἀννίβας καὶ Πόπλιος ἐχωρίσθησαν ἀξύμβατος ποιησάμενοι τὴν κοινολογίαν Πολύβ. 15. 9, 1.