δραπέτης: Difference between revisions
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
(13_5) |
(6_19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0665.png Seite 665]] ὁ ([[διδράσκω]]), ein entlaufener Sklav, übh. Ausreißer; Pind. frg. 99; Ar. Ach. 1187; Eur. Rhes. 69. Auch adj., [[πούς]] Eur. Or. 1498, wie Aesch. 3, 152; [[ἄνθρωπος]] Plat. Men. 97 e; [[κλῆρος]] Soph. Ai. 1285; [[βίος]], das schnell entschwindende Leben, Pallad. 117 (X, 87). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0665.png Seite 665]] ὁ ([[διδράσκω]]), ein entlaufener Sklav, übh. Ausreißer; Pind. frg. 99; Ar. Ach. 1187; Eur. Rhes. 69. Auch adj., [[πούς]] Eur. Or. 1498, wie Aesch. 3, 152; [[ἄνθρωπος]] Plat. Men. 97 e; [[κλῆρος]] Soph. Ai. 1285; [[βίος]], das schnell entschwindende Leben, Pallad. 117 (X, 87). | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''δρᾱπέτης''': -ου, Ἰων. [[δρηπέτης]], εω, ὁ, (ἐκ τοῦ [[διδράσκω]], δρᾶναι)· - ὁ φεύγων, Λατ. fugitivus, βασιλέος, ἀπὸ τοῦ βασιλέως, Ἡρόδ. 3. 137· - ἰδίως ὁ δραπετεύσας, κρυφίως φυγὼν [[δοῦλος]], δούλοισι, καὶ τοῦτο δρηπέτῃσι ὁ αὐτ. 6. 11· δρ. ἀνὴρ Σοφ. Ἀποσπ. 60. 2) ὡς ἐπίθ., ποὺς δρ. Εὐρ. Ὀρ. 1498· [[βίος]] δρ. Ἀνθ. Π. 10. 87· οὐ δραπέτην τὸν κλῆρον… μεθείς, οὐχὶ τοιοῦτον [[ὥστε]] νὰ δύναται νὰ διαλυθῇ καὶ νὰ μὴ ἐξαχθῇ ἐκ τῆς κληρωτίδος, οἷος [[βῶλος]] χώματος, Σοφ. Αἴ. 1285. - Πιθ. μεθ’ ὑπαινιγμοῦ πρὸς τὸν μῦθον περὶ Κρεσφόντου, ὡς διηγεῖται αὐτὸν ὁ Ἀπολλόδ. 2. 8, 4. ΙΙ. θηλ. δρᾱπέτις, ιδος, Σοφ. Ἀποσπ. 148, Ἀνθ. Π. 12. 80· Δραπέτιδες, [[κωμῳδία]] τοῦ Κρατίνου. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:22, 5 August 2017
English (LSJ)
ου, Ion. δρηπέτης, εω, ὁ, (διδράσκω, δρᾶναι)
A runaway, βασιλέος from the king, Hdt.3.137; esp. runaway slave, δούλοισι, καὶ τοῦτο δρηπέτῃσι Id.6.11, cf. Ar.Ach.1187, Herod. 3.13, etc.; δ. ἀνήρ S.Fr.63. 2 Adj., ποὺς δ. E.Or.1498 (lyr.), cf. Aeschin.3.152; βίος δ. fugitive life, AP10.87 (Pall.); οὐ δραπέτην τὸν κλῆρον . . μεθείς no skulker's lot, i. e. not a lump of earth which would fall in pieces, of the lot of Cresphontes, S.Aj.1285. II fem. δρᾱπέτις, ιδος, Luc.Asin.25: as Adj., στέγη a home whose occupants are shifting, S.Fr.174; ψυχή AP12.80 (Mel.); μέλισσαι Ael.Ep.5; Δραπέτιδες, title of play by Cratinus.
German (Pape)
[Seite 665] ὁ (διδράσκω), ein entlaufener Sklav, übh. Ausreißer; Pind. frg. 99; Ar. Ach. 1187; Eur. Rhes. 69. Auch adj., πούς Eur. Or. 1498, wie Aesch. 3, 152; ἄνθρωπος Plat. Men. 97 e; κλῆρος Soph. Ai. 1285; βίος, das schnell entschwindende Leben, Pallad. 117 (X, 87).
Greek (Liddell-Scott)
δρᾱπέτης: -ου, Ἰων. δρηπέτης, εω, ὁ, (ἐκ τοῦ διδράσκω, δρᾶναι)· - ὁ φεύγων, Λατ. fugitivus, βασιλέος, ἀπὸ τοῦ βασιλέως, Ἡρόδ. 3. 137· - ἰδίως ὁ δραπετεύσας, κρυφίως φυγὼν δοῦλος, δούλοισι, καὶ τοῦτο δρηπέτῃσι ὁ αὐτ. 6. 11· δρ. ἀνὴρ Σοφ. Ἀποσπ. 60. 2) ὡς ἐπίθ., ποὺς δρ. Εὐρ. Ὀρ. 1498· βίος δρ. Ἀνθ. Π. 10. 87· οὐ δραπέτην τὸν κλῆρον… μεθείς, οὐχὶ τοιοῦτον ὥστε νὰ δύναται νὰ διαλυθῇ καὶ νὰ μὴ ἐξαχθῇ ἐκ τῆς κληρωτίδος, οἷος βῶλος χώματος, Σοφ. Αἴ. 1285. - Πιθ. μεθ’ ὑπαινιγμοῦ πρὸς τὸν μῦθον περὶ Κρεσφόντου, ὡς διηγεῖται αὐτὸν ὁ Ἀπολλόδ. 2. 8, 4. ΙΙ. θηλ. δρᾱπέτις, ιδος, Σοφ. Ἀποσπ. 148, Ἀνθ. Π. 12. 80· Δραπέτιδες, κωμῳδία τοῦ Κρατίνου.