ἑτεραλκής: Difference between revisions
Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)
(13_6b) |
(6_7) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1047.png Seite 1047]] ές, auf eine von beiden Seiten Kraft u. Sieg legend, Δαναοῖσι μάχης ἑτεραλκέα νίκην δοῦναι, den Danaern Sieg, der sich entschieden auf ihre Seite neigt, Il. 7, 26; so [[νίκη]] ἑτ., entschiedener Sieg, 8, 171. 17, 627 Od. 22, 236; von sp. D., wie Opp. C. 2, 71 Nonn. 17, 225 nachgeahmt; ähnl. [[μάχη]], Her. 9, 103; in sp. Prosa, Luc. Philop. 8; [[δῆμος]] ἑτ., der den Ausschlag gebende, die Schlacht entscheidende Volkshaufe, Il. 15, 738; so [[Ἄρης]] Aesch. Pers. 913. – Bei Nonn. D. 18, 119, σκαίροντα ποδῶν ἑτεραλκέϊ ταρσῷ, hinkend, mit einem starken Fuße. – Adv., ἑτεραλκέως ἀγωνίζεσθαι Her. 8, 11, mit unentschiedenem Erfolge kämpfen, so daß sich der Sieg bald auf die eine, bald auf die andere Seite neigt. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1047.png Seite 1047]] ές, auf eine von beiden Seiten Kraft u. Sieg legend, Δαναοῖσι μάχης ἑτεραλκέα νίκην δοῦναι, den Danaern Sieg, der sich entschieden auf ihre Seite neigt, Il. 7, 26; so [[νίκη]] ἑτ., entschiedener Sieg, 8, 171. 17, 627 Od. 22, 236; von sp. D., wie Opp. C. 2, 71 Nonn. 17, 225 nachgeahmt; ähnl. [[μάχη]], Her. 9, 103; in sp. Prosa, Luc. Philop. 8; [[δῆμος]] ἑτ., der den Ausschlag gebende, die Schlacht entscheidende Volkshaufe, Il. 15, 738; so [[Ἄρης]] Aesch. Pers. 913. – Bei Nonn. D. 18, 119, σκαίροντα ποδῶν ἑτεραλκέϊ ταρσῷ, hinkend, mit einem starken Fuße. – Adv., ἑτεραλκέως ἀγωνίζεσθαι Her. 8, 11, mit unentschiedenem Erfolge kämpfen, so daß sich der Sieg bald auf die eine, bald auf die andere Seite neigt. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἑτεραλκής''': -ές, ἐπίθ. τῆς νίκης, ἡ παρέχουσα δύναμιν εἰς τὸν ἕτερον ἐκ τῶν δύο, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ φράσει, μάχης ἑτεραλκέα νίκην, νίκην ἐν τῇ μάχῃ κλίνουσαν πρὸς τὸ ἕτερον [[μέρος]], ἦ μὲν δὴ γίγνωσκε μάχης ἑτεραλκέα νίκην, «τῷ ὄντι μὲν οὖν ἠπίστατο τὴν ἑτερορρεπῆ νίκην τῆς μάχης» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Π. 362 · [[σῆμα]] τιθεὶς Τρώεσσι, μάχης ἑτεραλκέα νίκην, [[σημεῖον]] διδοὺς (ὁ [[Ζεὺς]]) τοῖς Τρωσὶν ὅτι ἡ [[νίκη]] ἔσται [[ἑτεροκλινής]], δηλ. [[ὑπὲρ]] τῶν ἐναντίων, Θ. 171· ἀλλ’, ἦ ἵνα δὴ Δαναοῖσι μάχης ἑτεραλκέα νίκην δῷς; ἢ ἵνα παράσχῃς τοῖς Ἀχαιοῖς νίκιν κλίνουσαν [[ὑπὲρ]] αὐτῶν; Η. 26· οὕτω καὶ [[ἄνευ]] τῆς λέξ. [[μάχη]], δίδου ἑτεραλκέα νίκην Ρ. 627, Ὀδ. Χ. 236. [[οὕτως]], ἑτ. Ἄρης Αἰσχύλ. Πέρσ. 951 (Λυρ.). καὶ παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 8, Αἰλ. παρὰ Σουΐδ. 2) ἐνεργ., [[δῆμος]] ἑτ., [[σῶμα]] ἀνδρῶν ἐφεδρικὸν [[οὕτως]] εἰπεῖν, [[ὅπερ]] δίδει τὴν ῥοπὴν τῆς νίκης εἰς τὸ ἕτερον [[μέρος]], δηλ. τὸ ἔχον χρείαν βοηθείας, Ἰλ. Ο. 738· [[λύσις]] ἑτ. Νικ. Θηρ. 2· σκάζοντα ποδῶν ἑτεραλκέϊ ταρσῷ, περὶ τοῦ Ἡφαίστου, Νόνν. Δ. 9. 230. ΙΙ. κλίνων, ὁτὲ μὲν πρὸς τὸ ἓν [[μέρος]], ὁτὲ δὲ πρὸς τὸ ἕτερον, [[ἀμφίρροπος]], Λατ. anceps, μάχῃ Ἡρόδ. 9.103· καὶ [[οὕτως]], ἑτεραλκέως ἀγωνίζεσθαι, ancipiti Marte pugnare, ὁ αὐτ. 8. 11· οὕτω, μόθου ἑτ. κλωγμῷ, ποιητ. παρὰ Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 31. ― Ἡ αυτὴ [[ποικιλία]] ἐννοιῶν καταφαίνεται καὶ ἐν ἄλλοις συνθέτοις, πρβλ. [[ἑτεροκλινής]], [[ἑτερορρεπής]], [[ἑτερόρροπος]], [[ἑτερήμερος]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἑτεραλκέα νίκην · ἑτεροκλινῆ, ἑτερορρεπῆ. τὴν τοῖς προτέροις νενικημένοις ἀλκὴν περιποιοῦσαν». | |||
}} | }} |
Revision as of 11:26, 5 August 2017
English (LSJ)
ές,
A giving strength to the other side, μάχης ἑτεραλκέα νίκην victory in battle inclining to the other side, Il.16.362; σῆμα τιθεὶς Τρώεσσι, μ. ἑ. ν. a sign that victory was changing sides, 8.171; ἵνα δὴ Δαναοῖσι μ. ἑ. ν. δῷς inclining to their side, 7.26; without μάχης, δίδου ἑτεραλκέα νίκην 17.627, Od.22.236; Ἄρης ἑ. A.Pers.952 (lyr.): in late Prose, ἑ. νίκη Ps.-Luc.Philopatr.8, Ael.Fr.135. 2 Act., ἑ. δῆμος a body of men which decides the victory, Il.15.738; λύσις ἑ. κήδευς Nic.Th.2; ποδῶν ἑ. ταρσῷ, of a lame man, Nonn.D.9.230. II inclining first to one side then to the other, doubtful, μάχη Hdt.9.103; μόθου ἑ. κλωγμῷ Orac. ap. Luc.JTr.31. Ion. Adv. -αλκέως, ἀγωνίζεσθαι with varying fortune, Hdt.8.11.
German (Pape)
[Seite 1047] ές, auf eine von beiden Seiten Kraft u. Sieg legend, Δαναοῖσι μάχης ἑτεραλκέα νίκην δοῦναι, den Danaern Sieg, der sich entschieden auf ihre Seite neigt, Il. 7, 26; so νίκη ἑτ., entschiedener Sieg, 8, 171. 17, 627 Od. 22, 236; von sp. D., wie Opp. C. 2, 71 Nonn. 17, 225 nachgeahmt; ähnl. μάχη, Her. 9, 103; in sp. Prosa, Luc. Philop. 8; δῆμος ἑτ., der den Ausschlag gebende, die Schlacht entscheidende Volkshaufe, Il. 15, 738; so Ἄρης Aesch. Pers. 913. – Bei Nonn. D. 18, 119, σκαίροντα ποδῶν ἑτεραλκέϊ ταρσῷ, hinkend, mit einem starken Fuße. – Adv., ἑτεραλκέως ἀγωνίζεσθαι Her. 8, 11, mit unentschiedenem Erfolge kämpfen, so daß sich der Sieg bald auf die eine, bald auf die andere Seite neigt.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτεραλκής: -ές, ἐπίθ. τῆς νίκης, ἡ παρέχουσα δύναμιν εἰς τὸν ἕτερον ἐκ τῶν δύο, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ φράσει, μάχης ἑτεραλκέα νίκην, νίκην ἐν τῇ μάχῃ κλίνουσαν πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, ἦ μὲν δὴ γίγνωσκε μάχης ἑτεραλκέα νίκην, «τῷ ὄντι μὲν οὖν ἠπίστατο τὴν ἑτερορρεπῆ νίκην τῆς μάχης» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Π. 362 · σῆμα τιθεὶς Τρώεσσι, μάχης ἑτεραλκέα νίκην, σημεῖον διδοὺς (ὁ Ζεὺς) τοῖς Τρωσὶν ὅτι ἡ νίκη ἔσται ἑτεροκλινής, δηλ. ὑπὲρ τῶν ἐναντίων, Θ. 171· ἀλλ’, ἦ ἵνα δὴ Δαναοῖσι μάχης ἑτεραλκέα νίκην δῷς; ἢ ἵνα παράσχῃς τοῖς Ἀχαιοῖς νίκιν κλίνουσαν ὑπὲρ αὐτῶν; Η. 26· οὕτω καὶ ἄνευ τῆς λέξ. μάχη, δίδου ἑτεραλκέα νίκην Ρ. 627, Ὀδ. Χ. 236. οὕτως, ἑτ. Ἄρης Αἰσχύλ. Πέρσ. 951 (Λυρ.). καὶ παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 8, Αἰλ. παρὰ Σουΐδ. 2) ἐνεργ., δῆμος ἑτ., σῶμα ἀνδρῶν ἐφεδρικὸν οὕτως εἰπεῖν, ὅπερ δίδει τὴν ῥοπὴν τῆς νίκης εἰς τὸ ἕτερον μέρος, δηλ. τὸ ἔχον χρείαν βοηθείας, Ἰλ. Ο. 738· λύσις ἑτ. Νικ. Θηρ. 2· σκάζοντα ποδῶν ἑτεραλκέϊ ταρσῷ, περὶ τοῦ Ἡφαίστου, Νόνν. Δ. 9. 230. ΙΙ. κλίνων, ὁτὲ μὲν πρὸς τὸ ἓν μέρος, ὁτὲ δὲ πρὸς τὸ ἕτερον, ἀμφίρροπος, Λατ. anceps, μάχῃ Ἡρόδ. 9.103· καὶ οὕτως, ἑτεραλκέως ἀγωνίζεσθαι, ancipiti Marte pugnare, ὁ αὐτ. 8. 11· οὕτω, μόθου ἑτ. κλωγμῷ, ποιητ. παρὰ Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 31. ― Ἡ αυτὴ ποικιλία ἐννοιῶν καταφαίνεται καὶ ἐν ἄλλοις συνθέτοις, πρβλ. ἑτεροκλινής, ἑτερορρεπής, ἑτερόρροπος, ἑτερήμερος. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἑτεραλκέα νίκην · ἑτεροκλινῆ, ἑτερορρεπῆ. τὴν τοῖς προτέροις νενικημένοις ἀλκὴν περιποιοῦσαν».