εἰσβάλλω: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
(13_7_2)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0741.png Seite 741]] (s. [[βάλλω]]), 1) hineinwerfen; ἄνδρα εἰς ἕρκη Soph. Ai. 60; Ζεὺς ὑμᾶς εἰς ἀπρόοπτον πῆμ' εἰσέβαλεν, stürzte euch in ungeahnet Leid, Aesch. Prom. 1077; φάρμακα εἰς φρέατα Thuc. 2, 48; στρατιὰν εἰς Μίλητον, ein Heer ins Milesische Gebiet hineinwerfen, Her. 1, 14; vgl. Thuc. 5, 71; βοῦς ἐς ἄρουραν Eur. El. 79; [[βοῦς]] πόντον, Ochsen ins Meer treiben, I. T. 261. Auch im med., ἐςβάλλομαι τοὺς ἵππους ἐς [[νέας]], an Bord bringen, Her. 1, 1. 6, 95, wie Thuc. 8, 31. – 21 Häufig intr.: a) einfallen, einbrechen, bes. mit einem Heere, so daß man στρατόν ergänzen kann; εἰς Ἐλευσῖνα ἄγων τοὺς Πελοποννησίους εἰσέβαλε Her. 2, 76; ἐς πόλιν 1, 15; στόλῳ μεγάλῳ, πανστρατιῇ, 5, 74. 8, 27; εἰς τὴν Ἀττικήν Thuc. 1, 109; πρὸς τὴν πόλιν 4, 25; auch mit dem bloßen acc., ἔρημον χῶρον Eur. Hipp. 1198; ohne Zusatz, einen Einfall machen, εἰσβεβληκότων Thuc. 2, 54; anlanden, 2, 47; auch εἰς τοὺς ὁπλίτας, angreifen, 6, 70 u. Sp. – b) von Flüssen, sich ergießen, hineinfallen; ἐςβάλλει τὸ [[ῥέεθρον]] εἰς Εὐφράτην Her. 1, 179, vgl. 4, 48. 57; Thuc. 1, 46; Xen. An. 1, 7, 15. – c) Bei den Aerzten = anfallen, bes. vom Fieber. – d) εἰσέβαλλον ἱππικαὶ πνοαί, = ἐπέπνεον, Soph. El. 709. Bei Eur. Cycl. 99 = zufällig hineingerathen. – e) Bei Sp. = ἀναβάλλειν, anheben, beginnen, z. B. Schol. Pind. N. 7, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0741.png Seite 741]] (s. [[βάλλω]]), 1) hineinwerfen; ἄνδρα εἰς ἕρκη Soph. Ai. 60; Ζεὺς ὑμᾶς εἰς ἀπρόοπτον πῆμ' εἰσέβαλεν, stürzte euch in ungeahnet Leid, Aesch. Prom. 1077; φάρμακα εἰς φρέατα Thuc. 2, 48; στρατιὰν εἰς Μίλητον, ein Heer ins Milesische Gebiet hineinwerfen, Her. 1, 14; vgl. Thuc. 5, 71; βοῦς ἐς ἄρουραν Eur. El. 79; [[βοῦς]] πόντον, Ochsen ins Meer treiben, I. T. 261. Auch im med., ἐςβάλλομαι τοὺς ἵππους ἐς [[νέας]], an Bord bringen, Her. 1, 1. 6, 95, wie Thuc. 8, 31. – 21 Häufig intr.: a) einfallen, einbrechen, bes. mit einem Heere, so daß man στρατόν ergänzen kann; εἰς Ἐλευσῖνα ἄγων τοὺς Πελοποννησίους εἰσέβαλε Her. 2, 76; ἐς πόλιν 1, 15; στόλῳ μεγάλῳ, πανστρατιῇ, 5, 74. 8, 27; εἰς τὴν Ἀττικήν Thuc. 1, 109; πρὸς τὴν πόλιν 4, 25; auch mit dem bloßen acc., ἔρημον χῶρον Eur. Hipp. 1198; ohne Zusatz, einen Einfall machen, εἰσβεβληκότων Thuc. 2, 54; anlanden, 2, 47; auch εἰς τοὺς ὁπλίτας, angreifen, 6, 70 u. Sp. – b) von Flüssen, sich ergießen, hineinfallen; ἐςβάλλει τὸ [[ῥέεθρον]] εἰς Εὐφράτην Her. 1, 179, vgl. 4, 48. 57; Thuc. 1, 46; Xen. An. 1, 7, 15. – c) Bei den Aerzten = anfallen, bes. vom Fieber. – d) εἰσέβαλλον ἱππικαὶ πνοαί, = ἐπέπνεον, Soph. El. 709. Bei Eur. Cycl. 99 = zufällig hineingerathen. – e) Bei Sp. = ἀναβάλλειν, anheben, beginnen, z. B. Schol. Pind. N. 7, 1.
}}
{{ls
|lstext='''εἰσβάλλω''': μέλλ. -βᾰλῶ, [[ῥίπτω]] εἰς, ἄνδρα εἰς ἕρκη Σοφ. Αἴ. 60· εἰς [[πῆμα]] Αἰσχύλ. Πρ. 1075· φάρμακα εἰς φρέατα Θουκ. 2. 48· ἐσβ. στρατιὰν ἐς Μίλητον. [[ῥίπτω]] στρατὸν εἰς τὴν χώραν τῶν Μιλησίων, Ἡρόδ. 1. 14· ἐσβ. ὕας ἐς τὰς ἀρούρας ὁ αὐτ. 2. 14, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 79· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] διπλῆς αἰτιατ., [[βοῦς]] πόντον εἰσεβάλλομεν, ἐδιώκομεν αὐτοὺς εἰς τὴν θάλασσαν, ὁ αὐτ. Ι. Τ. 261: - Μέσ., βάλλω εἰς τὸ πλοῖόν μου, εἰς τὴν ναῦν Ἡρόδ. 1. 1., 6. 95· ἀπολ., Θουκ. 8. 31. ΙΙ. εἰσβ. στρατιὰν εἰς…, περὶ εἰσβολῆς, Ἡρόδ. 1. 17· ἀλλὰ συνήθως [[ἄνευ]] τοῦ στρατιάν, [[κάμνω]] εἰσβολὴν εἰς, εἰς χώραν Ἡρόδ. 1. 15, 16, Ἀριστοφ. Ἀχ. 762, Θουκ. 2. 47, κτλ.· εἰσβάλλειν, εἰς τοὺς ὁπλίτας, ἐπιπίπτειν κατ’ αὐτῶν, ὁ αὐτ. 6. 70· πρὸς πόλιν εἰσβάλλειν ὁ αὐτ. 4. 25· ἐπὶ πυρετοῦ, [[προσβάλλω]] τινά, Ἀρεταῖος Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1: - [[ὡσαύτως]], [[ἁπλῶς]], εἰσέρχομαί που, εἰς τόπον Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 7, 1: - ποιητ. μετ’ αἰτιατ., χῶρον εἰσ. Εὐρ. Ἱππ. 1198: [[λέπας]] ὁ αὐτ. Βάκχ. 1045· [[εἰσέρχομαι]] κατὰ τύχην, Βρομίου πόλιν ἔοιγμεν εἰσβαλεῖν ὁ αὐτ. Κύκλ. 99: - ἀπολ., [[ὁμοῦ]] γὰρ ἀμφὶ νῶτα καὶ τροχῶν βάσεις ἤφριζον, εἰσέβαλλον ἱππικαὶ πνοαὶ Σοφ. Ἠλ. 719. 2) ἐπὶ ποταμῶν, κενοῦμαι, χύνομαι [[ἐντός]], Ἡρόδ. 1. 75., 4. 48, κ. ἀλλ., Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 41. ἐνεργ. ἐσβάλλει δὲ [[οὗτος]] (ὁ ποταμὸς Ἴς) ἐς τὸν Εὐφρήτην ποταμὸν τὸ ῥέεθον Ἡρόδ. 1. 179· πρβλ. [[εἰσδίδωμι]], [[ἐκδίδωμι]]. 3) ἀπολ. [[ἀρχίζω]], Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 7. 1· κατὰ τὸ ἔαρ εἰσβάλλον Γαλην.
}}
}}

Revision as of 11:33, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσβάλλω Medium diacritics: εἰσβάλλω Low diacritics: εισβάλλω Capitals: ΕΙΣΒΑΛΛΩ
Transliteration A: eisbállō Transliteration B: eisballō Transliteration C: eisvallo Beta Code: ei)sba/llw

English (LSJ)

   A throw into, ἄνδρα εἰς ἕρκη S.Aj.60 ; εἰς πῆμα A.Pr.1075; φάρμακα ἐς φρέατα Th.2.48 ; ἐς. στρατιὴν ἐς Μίλητον throw an army into the Milesian territory, Hdt.1.14 ; ἐς. ὗς ἐς [τὴν ἄρουραν] Id.2.14, cf. E.El.79 ; πρόβατα IG12(1).677.31 (Rhodes, iii B.C.) : c. dupl. acc., βοῦς πόντον εἰσεβάλλομεν were driving them to the sea, E.IT261:— Med., put on board one's ship, ἐς τὴν νέα Hdt.1.1, cf. 6.95 : abs., Th. 8.31.    II ἐς. τὴν στρατιὴν ἐς.., of an invasion, Hdt.1.18 : but usually without στρατιάν, throw oneself into, make an inroad into, ἐς Μίλητον ib.15, cf. 16, Th.2.47, etc. ; ἐσβάλλειν ἐς τοὺς ὁπλίτας to fall upon them, Id.6.70; πρὸς πόλιν ἐσβάλλειν make an assault upon it, Id.4.25 : abs., Ar.Ach.762 ; of disease, come on, Aret. CD1.1, al. : enter a country, εὶς τὸν τόπον Thphr.HP9.7.1: poet. c. acc., χῶρον εἰ. E. Hipp.1198 ; λέπας Id.Ba.1045; come upon, fall in with, Βρομίου πόλιν ἔοιγμεν εἰσβαλεῖν Id.Cyc.99 : abs., ἤφιζον, εἰσέβαλλον ἱππικαὶ πνοαί the horse's breath was foaming, was close upon them, S.El.719.    2 of rivers, empty themselves into, fall into, ἐς τὰ ἀρχαῖα (sc. ῥέεθρα) Hdt. 1.75, cf.4.48, al., Arist.Mete.351a10, Plb.4.41.1; ἐς. ἐς τὸν Εὐφρήτην ποταμὸν τὸ ῥέεθρον Hdt.1.179.    3 of ships, make entrance (sc. εἰς Πόντον), Syngr. ap. D.35.13.    4 abs., begin, ἀπό τινος Sch.Pi.N. 7.1; εἰς λόγον Olymp.in Mete.102.12; κατὰ τὸ ἔαρ εἰσβάλλον Gal. 18(1).470.

German (Pape)

[Seite 741] (s. βάλλω), 1) hineinwerfen; ἄνδρα εἰς ἕρκη Soph. Ai. 60; Ζεὺς ὑμᾶς εἰς ἀπρόοπτον πῆμ' εἰσέβαλεν, stürzte euch in ungeahnet Leid, Aesch. Prom. 1077; φάρμακα εἰς φρέατα Thuc. 2, 48; στρατιὰν εἰς Μίλητον, ein Heer ins Milesische Gebiet hineinwerfen, Her. 1, 14; vgl. Thuc. 5, 71; βοῦς ἐς ἄρουραν Eur. El. 79; βοῦς πόντον, Ochsen ins Meer treiben, I. T. 261. Auch im med., ἐςβάλλομαι τοὺς ἵππους ἐς νέας, an Bord bringen, Her. 1, 1. 6, 95, wie Thuc. 8, 31. – 21 Häufig intr.: a) einfallen, einbrechen, bes. mit einem Heere, so daß man στρατόν ergänzen kann; εἰς Ἐλευσῖνα ἄγων τοὺς Πελοποννησίους εἰσέβαλε Her. 2, 76; ἐς πόλιν 1, 15; στόλῳ μεγάλῳ, πανστρατιῇ, 5, 74. 8, 27; εἰς τὴν Ἀττικήν Thuc. 1, 109; πρὸς τὴν πόλιν 4, 25; auch mit dem bloßen acc., ἔρημον χῶρον Eur. Hipp. 1198; ohne Zusatz, einen Einfall machen, εἰσβεβληκότων Thuc. 2, 54; anlanden, 2, 47; auch εἰς τοὺς ὁπλίτας, angreifen, 6, 70 u. Sp. – b) von Flüssen, sich ergießen, hineinfallen; ἐςβάλλει τὸ ῥέεθρον εἰς Εὐφράτην Her. 1, 179, vgl. 4, 48. 57; Thuc. 1, 46; Xen. An. 1, 7, 15. – c) Bei den Aerzten = anfallen, bes. vom Fieber. – d) εἰσέβαλλον ἱππικαὶ πνοαί, = ἐπέπνεον, Soph. El. 709. Bei Eur. Cycl. 99 = zufällig hineingerathen. – e) Bei Sp. = ἀναβάλλειν, anheben, beginnen, z. B. Schol. Pind. N. 7, 1.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσβάλλω: μέλλ. -βᾰλῶ, ῥίπτω εἰς, ἄνδρα εἰς ἕρκη Σοφ. Αἴ. 60· εἰς πῆμα Αἰσχύλ. Πρ. 1075· φάρμακα εἰς φρέατα Θουκ. 2. 48· ἐσβ. στρατιὰν ἐς Μίλητον. ῥίπτω στρατὸν εἰς τὴν χώραν τῶν Μιλησίων, Ἡρόδ. 1. 14· ἐσβ. ὕας ἐς τὰς ἀρούρας ὁ αὐτ. 2. 14, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 79· ὡσαύτως μετὰ διπλῆς αἰτιατ., βοῦς πόντον εἰσεβάλλομεν, ἐδιώκομεν αὐτοὺς εἰς τὴν θάλασσαν, ὁ αὐτ. Ι. Τ. 261: - Μέσ., βάλλω εἰς τὸ πλοῖόν μου, εἰς τὴν ναῦν Ἡρόδ. 1. 1., 6. 95· ἀπολ., Θουκ. 8. 31. ΙΙ. εἰσβ. στρατιὰν εἰς…, περὶ εἰσβολῆς, Ἡρόδ. 1. 17· ἀλλὰ συνήθως ἄνευ τοῦ στρατιάν, κάμνω εἰσβολὴν εἰς, εἰς χώραν Ἡρόδ. 1. 15, 16, Ἀριστοφ. Ἀχ. 762, Θουκ. 2. 47, κτλ.· εἰσβάλλειν, εἰς τοὺς ὁπλίτας, ἐπιπίπτειν κατ’ αὐτῶν, ὁ αὐτ. 6. 70· πρὸς πόλιν εἰσβάλλειν ὁ αὐτ. 4. 25· ἐπὶ πυρετοῦ, προσβάλλω τινά, Ἀρεταῖος Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1: - ὡσαύτως, ἁπλῶς, εἰσέρχομαί που, εἰς τόπον Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 7, 1: - ποιητ. μετ’ αἰτιατ., χῶρον εἰσ. Εὐρ. Ἱππ. 1198: λέπας ὁ αὐτ. Βάκχ. 1045· εἰσέρχομαι κατὰ τύχην, Βρομίου πόλιν ἔοιγμεν εἰσβαλεῖν ὁ αὐτ. Κύκλ. 99: - ἀπολ., ὁμοῦ γὰρ ἀμφὶ νῶτα καὶ τροχῶν βάσεις ἤφριζον, εἰσέβαλλον ἱππικαὶ πνοαὶ Σοφ. Ἠλ. 719. 2) ἐπὶ ποταμῶν, κενοῦμαι, χύνομαι ἐντός, Ἡρόδ. 1. 75., 4. 48, κ. ἀλλ., Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 41. ἐνεργ. ἐσβάλλει δὲ οὗτος (ὁ ποταμὸς Ἴς) ἐς τὸν Εὐφρήτην ποταμὸν τὸ ῥέεθον Ἡρόδ. 1. 179· πρβλ. εἰσδίδωμι, ἐκδίδωμι. 3) ἀπολ. ἀρχίζω, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 7. 1· κατὰ τὸ ἔαρ εἰσβάλλον Γαλην.