μελαίνω: Difference between revisions

From LSJ

πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care

Source
(13_6a)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0118.png Seite 118]] schwarz machen, schwärzen (vgl. [[μελανέω]]), übertr., φράσιν, einen dunklen Ausdruck brauchen, neben πολλὰ αἰνιγματῶδες ἐκφέρει, Ath. X, 451 c u. a. Gramm. – Häufiger im pass. schwarz werden; vom Blute, μελαίνετο δὲ [[χρόα]] καλόν Il. 5, 354, vgl. μελανθὲν [[αἷμα]] Soph. Ai. 902; von der beim Pflügen aufgerissenen Erde, Il. 18, 548; vom Kinne, das durch den wachsenden Bart dunkler gefärbt wird, Hes. Sc. 167; von dem Dunklerwerden der reisenden Trauben, ibd. 300; übertr., Philodem. 15 (V, 124).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0118.png Seite 118]] schwarz machen, schwärzen (vgl. [[μελανέω]]), übertr., φράσιν, einen dunklen Ausdruck brauchen, neben πολλὰ αἰνιγματῶδες ἐκφέρει, Ath. X, 451 c u. a. Gramm. – Häufiger im pass. schwarz werden; vom Blute, μελαίνετο δὲ [[χρόα]] καλόν Il. 5, 354, vgl. μελανθὲν [[αἷμα]] Soph. Ai. 902; von der beim Pflügen aufgerissenen Erde, Il. 18, 548; vom Kinne, das durch den wachsenden Bart dunkler gefärbt wird, Hes. Sc. 167; von dem Dunklerwerden der reisenden Trauben, ibd. 300; übertr., Philodem. 15 (V, 124).
}}
{{ls
|lstext='''μελαίνω''': μέλλ. -ᾰνῶ· παθ. πρκμ. μεμέλασμαι, ἀόρ. ἐμελάνθην· ([[μέλας]]). Ποιῶ τι [[μέλαν]], «μαυρίζω», Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1, 10, Προβλ. 38, 1, Νικ. Ἀλ. 472˙ μεταφ., [[μελαίνω]] τὴν φράσιν, καθιστῶ αὐτὴν σκοτεινήν, Ἀθήν. 451C, πρβλ. Διον. Ἁλ. πρὸς Γναῖον Πομπ. 2˙ - ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐν τῷ παθ. τύπῳ, ἐπὶ τῆς κηλῖδος τοῦ αἵματος, μελαίνετο δὲ [[χρόα]] καλὸν Ἰλ. Ε. 354˙ [[ὡσαύτως]] ἐπ’ [[αὐτοῦ]] τοῦ αἵματος, μελανθὲν [[αἷμα]] Σοφ. Αἴ. 919˙ ἐπὶ ἄρτι ἀνεσκαμμένης γῆς, ἡ δὲ μελαίνετ’ [[ὄπισθεν]] Ἰλ. Σ. 548˙ ἐπὶ ὡριμαζομένων σταφυλῶν, [[αὐτόθι]] 167˙ αἱ λευκαὶ τρίχες μελαίνονται Πλάτ. Πολιτ. 270Ε˙ ἐπὶ τριχῶν [[ὡσαύτως]], βάπτομαι μὲ [[μέλαν]] [[χρῶμα]], Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 376˙ - τὸ ἐνεργ. δὲν εὑρίσκεται παρ’ Ὁμ. ἢ παρ’ Ἡσιόδῳ˙ πρβλ. [[μελάνω]]. 2) παρ’ Ἰατρ., προξενῶ μελασμὸν (ὃ ἴδε), Ἱππ. Ἀφ. 1252. - Παθ., [[γίνομαι]], [[μέλας]], «μαυρίζω», ὡς [[σημεῖον]] νεκρώσεως, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 832. ΙΙ. ἀμεταβ. = τῷ παθ., [[γίνομαι]] [[μέλας]], Πλάτ. Τίμ. 83Α, Ἀνθ. Π. 5. 124, κτλ.
}}
}}

Revision as of 10:29, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαίνω Medium diacritics: μελαίνω Low diacritics: μελαίνω Capitals: ΜΕΛΑΙΝΩ
Transliteration A: melaínō Transliteration B: melainō Transliteration C: melaino Beta Code: melai/nw

English (LSJ)

(Act. not in Hom. or Hes.), aor. 1 inf.

   A μελᾶναι Arist. Mete.371a23:—Pass., pf. μεμέλαμμαι Antyll. ap. Orib.10.36.1: aor. ἐμελάνθην S.Aj.919; Ep. 3pl. μελάνθησαν Hes.Sc.300: (μέλας):— blacken, make black, Arist. l. c., Pr.966b22, Nic.Al.472: metaph., μ. φράσιν use an obscure expression, Ath.10.451c; μ. τὸ σαφές D.H. Pomp.2:—Pass., μελαίνετο δὲ χρόα καλόν she had her fair skin stained black (i.e. with blood), Il.5.354; μελανθὲν αἷμα S. l. c., cf. Gal.18(1).33; of earth just turned up, ἡ δὲ μελαίνετ' ὄπισθεν Il.18.548; of ripening grapes, Hes. l. c.; of a newly-bearded chin, ib.167; αἱ λευκαὶ τρίχες ἐμελαίνοντο Pl.Plt.270e; of hair, to be dyed black, Ar.Ec.736; μεμελαμμένοι ὀδόντες Antyll.l.c.    2 Medic., cause μελασμός (q. v.), Hp.Aph.5.20:—Pass., turn black, as a symptom of mortification, Id.Art.69, Fract.11.    3 metaph., blacken, misrepresent, Simp. in Cael.290.24.    4 Pass., receive an impression of blackness, S.E.M. 7.293.    II intr., = Pass., grow black, Pl.Ti.83a, Thphr.Ign.50, AP5.123 (Phld.), Plu.2.517c.

German (Pape)

[Seite 118] schwarz machen, schwärzen (vgl. μελανέω), übertr., φράσιν, einen dunklen Ausdruck brauchen, neben πολλὰ αἰνιγματῶδες ἐκφέρει, Ath. X, 451 c u. a. Gramm. – Häufiger im pass. schwarz werden; vom Blute, μελαίνετο δὲ χρόα καλόν Il. 5, 354, vgl. μελανθὲν αἷμα Soph. Ai. 902; von der beim Pflügen aufgerissenen Erde, Il. 18, 548; vom Kinne, das durch den wachsenden Bart dunkler gefärbt wird, Hes. Sc. 167; von dem Dunklerwerden der reisenden Trauben, ibd. 300; übertr., Philodem. 15 (V, 124).

Greek (Liddell-Scott)

μελαίνω: μέλλ. -ᾰνῶ· παθ. πρκμ. μεμέλασμαι, ἀόρ. ἐμελάνθην· (μέλας). Ποιῶ τι μέλαν, «μαυρίζω», Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1, 10, Προβλ. 38, 1, Νικ. Ἀλ. 472˙ μεταφ., μελαίνω τὴν φράσιν, καθιστῶ αὐτὴν σκοτεινήν, Ἀθήν. 451C, πρβλ. Διον. Ἁλ. πρὸς Γναῖον Πομπ. 2˙ - ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐν τῷ παθ. τύπῳ, ἐπὶ τῆς κηλῖδος τοῦ αἵματος, μελαίνετο δὲ χρόα καλὸν Ἰλ. Ε. 354˙ ὡσαύτως ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ αἵματος, μελανθὲν αἷμα Σοφ. Αἴ. 919˙ ἐπὶ ἄρτι ἀνεσκαμμένης γῆς, ἡ δὲ μελαίνετ’ ὄπισθεν Ἰλ. Σ. 548˙ ἐπὶ ὡριμαζομένων σταφυλῶν, αὐτόθι 167˙ αἱ λευκαὶ τρίχες μελαίνονται Πλάτ. Πολιτ. 270Ε˙ ἐπὶ τριχῶν ὡσαύτως, βάπτομαι μὲ μέλαν χρῶμα, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 376˙ - τὸ ἐνεργ. δὲν εὑρίσκεται παρ’ Ὁμ. ἢ παρ’ Ἡσιόδῳ˙ πρβλ. μελάνω. 2) παρ’ Ἰατρ., προξενῶ μελασμὸν (ὃ ἴδε), Ἱππ. Ἀφ. 1252. - Παθ., γίνομαι, μέλας, «μαυρίζω», ὡς σημεῖον νεκρώσεως, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 832. ΙΙ. ἀμεταβ. = τῷ παθ., γίνομαι μέλας, Πλάτ. Τίμ. 83Α, Ἀνθ. Π. 5. 124, κτλ.