υποβολέας: Difference between revisions

From LSJ

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
lsj>Spiros
mNo edit summary
m (1 revision imported)
 
(No difference)

Latest revision as of 13:36, 12 October 2024

Greek Monolingual

ο / ὑποβολεύς, -έως, ΝΜΑ
(στο θέατρο) άτομο που υπαγορεύει χαμηλόφωνα στους ηθοποιούς το κείμενο του ρόλου τους για να τους βοηθάει στο έργο τους (α. «ο υποβολέας δεν ακουγόταν καθόλου» β. «τοῦ δὲ ὑποβολέως ἀκούοντας καὶ μὴ παρεκβαίνοντας τοὺς ῥυθμούς», Πλούτ)
νεοελλ.
1. αυτός που διενεργεί υποβολή
2. μτφ. άτομο που υπαγορεύει σε κάποιον τη θέλησή του, που τον οδηγεί να κάνει κάτι, ιδίως κακό («αυτά που λες τά έλεγε χτες ο υποβολέας σου»)
μσν.
1. κατώτερος βαθμός ιερωσύνης («ἀναγνῶσται καὶ ὑποβολεῖς», Σωκρ. Σχ.)
2. ερμηνευτής κειμένου
αρχ.
1. αυτός που υποβοηθεί τη μνήμη, που υπενθυμίζει
2. ύπαγωγεύς. το ξύλινο υποστήριγμα στα έγχορδα όργανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑποβολ- του ὑποβάλλω (πρβλ. ὑποβολή) + επίθημα -εύς / -έας (πρβλ. προβολέας)].

Translations

prompter

Armenian: հուշարար; Bulgarian: суфльор; Catalan: apuntador, apuntadora; Czech: nápověda, suflér; Dutch: souffleur, souffleuse; Finnish: kuiskaaja; French: souffleur, souffleuse; German: Souffleur, Souffleuse; Greek: υποβολέας; Ancient Greek: ὑποβολεύς; Hungarian: súgó; Ido: suflero, suflisto; Irish: leideoir; Italian: suggeritore; Polish: sufler, suflerka; Portuguese: ponto; Romanian: sufleor; Russian: суфлёр, подсказчик; Scottish Gaelic: neach-cagarsaich; Spanish: apuntador, apuntadora; Swedish: sufflör; Turkish: suflör; Welsh: cofweinydd