κένωσις: Difference between revisions
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
(13_4) |
(6_8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1419.png Seite 1419]] ἡ, das Ausleeren, die Ausleerung, Leere, Ggstz [[πλήρωσις]], Plat. Phil. 42 c, [[πλησμονή]], Conv. 186 c; οὐχὶ [[πεῖνα]] καὶ [[δίψα]] κενώσεις τινές εἰσι τῆς περὶ τὸ [[σῶμα]] ἕξεως Rep. IX, 585 a; oft bei den Medic. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1419.png Seite 1419]] ἡ, das Ausleeren, die Ausleerung, Leere, Ggstz [[πλήρωσις]], Plat. Phil. 42 c, [[πλησμονή]], Conv. 186 c; οὐχὶ [[πεῖνα]] καὶ [[δίψα]] κενώσεις τινές εἰσι τῆς περὶ τὸ [[σῶμα]] ἕξεως Rep. IX, 585 a; oft bei den Medic. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κένωσις''': -εως, ἡ, τὸ κενοῦν, τὸ [[εἶναι]] κενόν, οὐχὶ [[πεῖνα]] καὶ [[δίψα]]... κενώσεις τινές εἰσι...; Πλάτ. Πολ. 585Α, πρβλ. Φίληβ. 35Β· ποιητ. [[κενέωσις]], πόντου κ. ἐπὶ [[πέδον]] Πινδ. Ἀποσπ. 74. 9. 2) [[ἐλάττωσις]] τοῦ αἵματος, πενιχρὰ [[δίαιτα]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11, πρβλ. π. Ἄρθρ. 816· κ. σίτου ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 817. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:27, 5 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A emptying, depletion, οὐχὶ πεῖνα καὶ δίψα . . κενώσεις τινές εἰσι . . ; Pl.R.585b, cf. Phlb.35b, BGU904.13 (ii A.D.): —poet. κενέωσις, πόντου κ. ἀνὰ πέδον Pi.Fr.107.12: metaph., κένωσις βίου Vett.Val.190.30; κ. τοῦ γιγνώσκειν Iamb.Comm.Math.11. 2 Medic., evacuation, Hp.Aph.2.8, interpol.in Dsc.2.50; κ. τῶν οἰκείων, opp. κάθαρσις τῶν ἀλλοτρίων, Gal.18(2).134. b depletion, low diet, opp. πλήρωσις, Hp.VM9, cf. Art.49; κ. σίτου ib.50. 3 of the moon, waning, opp. πλήρωσις, Epicur.Ep.2p.40U.
German (Pape)
[Seite 1419] ἡ, das Ausleeren, die Ausleerung, Leere, Ggstz πλήρωσις, Plat. Phil. 42 c, πλησμονή, Conv. 186 c; οὐχὶ πεῖνα καὶ δίψα κενώσεις τινές εἰσι τῆς περὶ τὸ σῶμα ἕξεως Rep. IX, 585 a; oft bei den Medic.
Greek (Liddell-Scott)
κένωσις: -εως, ἡ, τὸ κενοῦν, τὸ εἶναι κενόν, οὐχὶ πεῖνα καὶ δίψα... κενώσεις τινές εἰσι...; Πλάτ. Πολ. 585Α, πρβλ. Φίληβ. 35Β· ποιητ. κενέωσις, πόντου κ. ἐπὶ πέδον Πινδ. Ἀποσπ. 74. 9. 2) ἐλάττωσις τοῦ αἵματος, πενιχρὰ δίαιτα, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11, πρβλ. π. Ἄρθρ. 816· κ. σίτου ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 817.