περιπηγής: Difference between revisions
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
(c1) |
(6_8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0587.png Seite 587]] ές, darum, daran geronnen, c. dat., Nic. Al. 107. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0587.png Seite 587]] ές, darum, daran geronnen, c. dat., Nic. Al. 107. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''περιπηγής''': -ές, ὁ πεπηγμένος [[περί]] τι, «περιπαγεὶς ἢ ἐμπαγεὶς» (Ἡσύχ.), λιβάνοιο λύσιν περιπηγέα θάμνοις, «[[ἐπεὶ]] περίκειται τοῖς κλάδοις τὸ [[δάκρυον]] τῆς λιβάνου» (Σχόλ.), Νικ. Ἀλεξιφ. 107. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:56, 5 August 2017
English (LSJ)
ές,
A congealed around, λιβάνοιο Χύσις π. θάμνοις Nic.Al. 107.
German (Pape)
[Seite 587] ές, darum, daran geronnen, c. dat., Nic. Al. 107.
Greek (Liddell-Scott)
περιπηγής: -ές, ὁ πεπηγμένος περί τι, «περιπαγεὶς ἢ ἐμπαγεὶς» (Ἡσύχ.), λιβάνοιο λύσιν περιπηγέα θάμνοις, «ἐπεὶ περίκειται τοῖς κλάδοις τὸ δάκρυον τῆς λιβάνου» (Σχόλ.), Νικ. Ἀλεξιφ. 107.