ὑπερείδω: Difference between revisions
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
(13_3) |
(6_13a) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1194.png Seite 1194]] unterstützen; πάτρᾳ ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον Pind. N. 8, 47; Plat. Phaed. 99 b; Sp., wie Plut. Num. 28; neben ἀνέχειν, πλοῖα, Quaest. nat. 1; pass. ὑπηρεῖσθαι D. Sic. 1, 47. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1194.png Seite 1194]] unterstützen; πάτρᾳ ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον Pind. N. 8, 47; Plat. Phaed. 99 b; Sp., wie Plut. Num. 28; neben ἀνέχειν, πλοῖα, Quaest. nat. 1; pass. ὑπηρεῖσθαι D. Sic. 1, 47. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὑπερείδω''': μέλλ. -σω· παθ. πρκμ. ὑπερήρεισμαι Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 33· ὑπήρεισμαι Στράβων 811, Διόδ. 1. 47. Ὑποβάλλω ὡς [[στήριγμα]], [[ὑπεγείρω]], λάβρον ὑπερεῖσαι λίθον Πινδ. Ν. 8. 80· τὸν ἀέρα (ἐξυπακ. τῇ γῇ) Πλάτ. Φαίδων 99Β. - Παθ., τοῖς τετράποσι πρὸς τὸ βάρος σκέλη ἐμπρόσθια ὑπερήρεισται Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. περὶ Ζ. Πορείας 11, 5. ΙΙ. [[στηρίζω]] [[κάτωθεν]], [[ὑποστηρίζω]], τὴν ὀροφὴν Πλουτ. Ρωμ. 28· προβλήματα διὰ παραδειγμάτων ὁ αὐτ. ἐν Μαρκέλλ. 14. τὴν σύγκλητον Ἡρῳδιαν. 2. 3 ἐν τέλ.· τοὺς [[νεανίας]] Κωμικ. Ἀνώνυμ. ἐν Meineke 5, σ. 120. - Παθ., Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:38, 5 August 2017
English (LSJ)
fut.
A -σω Diog.Oen.20: pf. Pass. ὑπερήρεισμαι Arist. PA695a7; ὑπήρεισμαι Str.17.1.37, D.S.1.47:—put under as a support, λάβρον ὑπερεῖσαι λίθον Pi.N.8.47; τὸν ἀέρα ὑ. (sc. τῇ γῇ) Pl. Phd.99b; ὑπερείδουσιν ἐσωτάτω τὸ σκέλος Gal.18(1).591:—Pass., τοῖς τετράποσι πρὸς τὸ βάρος σκέλη ἐμπρόσθια ὑπερήρεισται Arist. l. c., cf. IA710b30, J.AJ8.3.5. 2 lean upon, οἰκίαν LXX Jb.8.15. 3 lift, carry, τινα Iamb.VP3.17. II under-prop, support, τὴν ὀροφήν Plu.Rom.28; προβλήματα διὰ παραδειγμάτων Id.Marc.14; τοὺς νεανίας Com.Adesp.1302: abs., τὰ -ερείδοντα [σώματα] Epicur.Ep.1p.7U.:—Pass., Str. l.c.
German (Pape)
[Seite 1194] unterstützen; πάτρᾳ ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον Pind. N. 8, 47; Plat. Phaed. 99 b; Sp., wie Plut. Num. 28; neben ἀνέχειν, πλοῖα, Quaest. nat. 1; pass. ὑπηρεῖσθαι D. Sic. 1, 47.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερείδω: μέλλ. -σω· παθ. πρκμ. ὑπερήρεισμαι Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 33· ὑπήρεισμαι Στράβων 811, Διόδ. 1. 47. Ὑποβάλλω ὡς στήριγμα, ὑπεγείρω, λάβρον ὑπερεῖσαι λίθον Πινδ. Ν. 8. 80· τὸν ἀέρα (ἐξυπακ. τῇ γῇ) Πλάτ. Φαίδων 99Β. - Παθ., τοῖς τετράποσι πρὸς τὸ βάρος σκέλη ἐμπρόσθια ὑπερήρεισται Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. περὶ Ζ. Πορείας 11, 5. ΙΙ. στηρίζω κάτωθεν, ὑποστηρίζω, τὴν ὀροφὴν Πλουτ. Ρωμ. 28· προβλήματα διὰ παραδειγμάτων ὁ αὐτ. ἐν Μαρκέλλ. 14. τὴν σύγκλητον Ἡρῳδιαν. 2. 3 ἐν τέλ.· τοὺς νεανίας Κωμικ. Ἀνώνυμ. ἐν Meineke 5, σ. 120. - Παθ., Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ.