ὀξίνα: Difference between revisions
From LSJ
(13_2) |
(6_9) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0351.png Seite 351]] ἡ, die spitzige Egge, occa, Hesych. beschreibt genau, ἐργαλεῖόν τι γεωργικὸν [[σιδηροῦς]] γόμφους ἔχον, ἑλκόμενον ὑπὸ βοῶν. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0351.png Seite 351]] ἡ, die spitzige Egge, occa, Hesych. beschreibt genau, ἐργαλεῖόν τι γεωργικὸν [[σιδηροῦς]] γόμφους ἔχον, ἑλκόμενον ὑπὸ βοῶν. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὀξίνα''': ἡ, (ὀξὺς) [[ἐργαλεῖον]] γεωργικὸν [[μετὰ]] πολλῶν ὀδόντων (Λατ. occa), κληθὲν [[οὕτως]] ἐκ τῆς ὀξύτητος τῶν ὀδόντων, «ἐργαλεῖόν τι γεωργικόν, [[σιδηροῦς]] γόμφους ἔχον, ἑλκόμενον ὑπὸ βοῶν» Ἡσύχ.· ὀξίνη [[διάθεσις]]: «ἥν φασιν οἱ πολλοὶ τοῦ στομάχου ὀξίδα» Φώτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:14, 5 August 2017
English (LSJ)
(prob. Dor. fem.),
A harrow, Hsch. (Cogn. with ὀξύς, cf. Lith. ekēli, Germ. eggen 'harrow', Lat.occa.)
German (Pape)
[Seite 351] ἡ, die spitzige Egge, occa, Hesych. beschreibt genau, ἐργαλεῖόν τι γεωργικὸν σιδηροῦς γόμφους ἔχον, ἑλκόμενον ὑπὸ βοῶν.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξίνα: ἡ, (ὀξὺς) ἐργαλεῖον γεωργικὸν μετὰ πολλῶν ὀδόντων (Λατ. occa), κληθὲν οὕτως ἐκ τῆς ὀξύτητος τῶν ὀδόντων, «ἐργαλεῖόν τι γεωργικόν, σιδηροῦς γόμφους ἔχον, ἑλκόμενον ὑπὸ βοῶν» Ἡσύχ.· ὀξίνη διάθεσις: «ἥν φασιν οἱ πολλοὶ τοῦ στομάχου ὀξίδα» Φώτ.