στοιχώδης: Difference between revisions

From LSJ

οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand

Source
(c2)
(6_7)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0946.png Seite 946]] ες, reihenartig, in Reihen stehend; [[κριθή]], Gerste, mit reihenweise stehenden Körnern, Theophr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0946.png Seite 946]] ες, reihenartig, in Reihen stehend; [[κριθή]], Gerste, mit reihenweise stehenden Körnern, Theophr.
}}
{{ls
|lstext='''στοιχώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ κατὰ στοίχους ἢ σειρὰς τεταγμένος, «ἀραδιαστός», κριθὴ στ., ἔχουσα τοὺς κόκκους κατὰ σειρὰν τὸν ἕνα ὑπὸ τὸν ἄλλον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 2 (κοινῶς [[στοιχειώδης]]).
}}
}}

Revision as of 11:26, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στοιχώδης Medium diacritics: στοιχώδης Low diacritics: στοιχώδης Capitals: ΣΤΟΙΧΩΔΗΣ
Transliteration A: stoichṓdēs Transliteration B: stoichōdēs Transliteration C: stoichodis Beta Code: stoixw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A in vertical rows, κριθὴ σ. barley which has its grains one directly under another, cj. in Thphr.HP8.4.2 (στοιχειώδης codd.).

German (Pape)

[Seite 946] ες, reihenartig, in Reihen stehend; κριθή, Gerste, mit reihenweise stehenden Körnern, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

στοιχώδης: -ες, (εἶδος) ὁ κατὰ στοίχους ἢ σειρὰς τεταγμένος, «ἀραδιαστός», κριθὴ στ., ἔχουσα τοὺς κόκκους κατὰ σειρὰν τὸν ἕνα ὑπὸ τὸν ἄλλον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 2 (κοινῶς στοιχειώδης).