ὀψωνάτωρ: Difference between revisions
ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀψωνάτωρ]] και [[ὀψωνιάτωρ]], ὁ (Α)<br />[[αγοραστής]] τροφίμων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> λατ. <i>opsonator</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>[[opsonium]]</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὀψώνιον]])]. | |mltxt=[[ὀψωνάτωρ]] και [[ὀψωνιάτωρ]], ὁ (Α)<br />[[αγοραστής]] τροφίμων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> λατ. <i>[[opsonator]]</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>[[opsonium]]</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὀψώνιον]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:14, 20 November 2024
English (LSJ)
[ᾱ], ορος, ὁ, caterer, Ath.4.171a (from Lat. obsonator, cf. AB339.14).
German (Pape)
[Seite 434] ορος, ὁ, das lat. opsonator, Ath. IV, 171 a. Vgl. ἀγοραστής.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψωνάτωρ: -ωρος, ὁ, ἀγοραστής, ὁ τὰ ὄψα ὠνούμενος, ὁ ὑπὸ τοῦ Ἀριστοφάνους ὀψώνης καλούμενος, Ἀθήν. 171Α. ― Ἐν τοῖς Βεκκήρου Ἀνεκδ. (339, 14) φέρεται, «ἀγοραστήν: τὸν τὰ ὄψα ὠνούμενον, ὃν οἱ Ρωμαῖοι ὀψωνιάτωρα καλοῦσιν», ἀνθ’ οὗ ὀρθότερον εἶναι τὸ παρ’ Ἀθηναίῳ ὀψωνάτωρα, διότι Λατινιστὶ λέγεται obsonator, οὐχὶ odsoniator, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σελ. 137.
Greek Monolingual
ὀψωνάτωρ και ὀψωνιάτωρ, ὁ (Α)
αγοραστής τροφίμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. λατ. opsonator (< opsonium < ὀψώνιον)].