προαγωγός: Difference between revisions

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
(13_4)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0705.png Seite 705]] fortführend, Sp. – Bes. Leute zusammenführend, Liebesverhältnisse befördernd, ὁ, der Kuppler, Ar. Thesm. 341 Ran. 1077; Xen. Conv. 4, 65; vgl. Aesch. 1, 184, wo hinzu gesetzt ist ὅτι ἐπὶ μισθῷ τὸ [[πρᾶγμα]] εἰς διάπειραν καὶ λόγον κατέστησεν, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0705.png Seite 705]] fortführend, Sp. – Bes. Leute zusammenführend, Liebesverhältnisse befördernd, ὁ, der Kuppler, Ar. Thesm. 341 Ran. 1077; Xen. Conv. 4, 65; vgl. Aesch. 1, 184, wo hinzu gesetzt ist ὅτι ἐπὶ μισθῷ τὸ [[πρᾶγμα]] εἰς διάπειραν καὶ λόγον κατέστησεν, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''προᾰγωγός''': -όν, ([[προάγω]]) ὁ προάγων, ὁδηγῶν εἴς τι, εἰς πειθὼ Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο.Τ. 14· πρὸς τὸ ἄμετρον Λογγῖν. 32. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[μεσίτης]] πορνῶν καὶ τῶν τοιούτων, [[μαστροπός]], μαυλιστής, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1079, Σφ. 1028, Θεσμ. 341, Αἰσχίν. 26. 17. 2) μεταφορ., ἀγαθόν σε ἔφην προαγωγὸν [[εἶναι]], μεσίτην, Ξεν. Συμπ. 4. 64, [[Πολυδ]]. Δ΄, 34. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[προαγωγός]]· [[διδάσκαλος]] κακῶν, καὶ [[μαστροπός]], μαυλιστής, καὶ ἡ ἐπ’ αἰσχροῖς ἐπὶ τὸ πορνεῦσαι προάγουσά τινας».
}}
}}

Revision as of 11:15, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προᾰγωγός Medium diacritics: προαγωγός Low diacritics: προαγωγός Capitals: ΠΡΟΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: proagōgós Transliteration B: proagōgos Transliteration C: proagogos Beta Code: proagwgo/s

English (LSJ)

όν,

   A leading on, εἰς πειθώ Sch.S.OT14; πρὸς τὸ ἄμετρον Longin.32.7; π. τοῦ δήμου Poll. 4.34.    2 producing, dispensing, ὁ πάντων π., of God, Agath.3.19.    II Subst. pander, pimp, Ar.V.1028, Ra.1079, Aeschin.1.184, etc.: fem., procuress, ibid., Ar.Th.341.    2 metaph., in good sense, X.Smp.4.64.

German (Pape)

[Seite 705] fortführend, Sp. – Bes. Leute zusammenführend, Liebesverhältnisse befördernd, ὁ, der Kuppler, Ar. Thesm. 341 Ran. 1077; Xen. Conv. 4, 65; vgl. Aesch. 1, 184, wo hinzu gesetzt ist ὅτι ἐπὶ μισθῷ τὸ πρᾶγμα εἰς διάπειραν καὶ λόγον κατέστησεν, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προᾰγωγός: -όν, (προάγω) ὁ προάγων, ὁδηγῶν εἴς τι, εἰς πειθὼ Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο.Τ. 14· πρὸς τὸ ἄμετρον Λογγῖν. 32. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., μεσίτης πορνῶν καὶ τῶν τοιούτων, μαστροπός, μαυλιστής, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1079, Σφ. 1028, Θεσμ. 341, Αἰσχίν. 26. 17. 2) μεταφορ., ἀγαθόν σε ἔφην προαγωγὸν εἶναι, μεσίτην, Ξεν. Συμπ. 4. 64, Πολυδ. Δ΄, 34. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προαγωγός· διδάσκαλος κακῶν, καὶ μαστροπός, μαυλιστής, καὶ ἡ ἐπ’ αἰσχροῖς ἐπὶ τὸ πορνεῦσαι προάγουσά τινας».