νῶροψ: Difference between revisions

From LSJ

ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)

Source
(13_5)
(6_19)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0273.png Seite 273]] οπος, bei Hom. öfters, immer in der Vrbdg νώροπι χαλκῷ oder νώροπα χαλκόν; die Alten leiten das Wort theils von νη – ὁρᾶν ab, nicht anzusehen, vor Glanz blendend, [[λαμπρός]] (vgl. Plut. Symp. 6, 7, 21, theils erklären sie [[ὀξύφωνος]], [[ἔνηχος]], von ὄψ, weniger wahrscheinlich.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0273.png Seite 273]] οπος, bei Hom. öfters, immer in der Vrbdg νώροπι χαλκῷ oder νώροπα χαλκόν; die Alten leiten das Wort theils von νη – ὁρᾶν ab, nicht anzusehen, vor Glanz blendend, [[λαμπρός]] (vgl. Plut. Symp. 6, 7, 21, theils erklären sie [[ὀξύφωνος]], [[ἔνηχος]], von ὄψ, weniger wahrscheinlich.
}}
{{ls
|lstext='''νῶροψ''': -οπος, ὁ, ἡ, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ., ― ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ φράσει νώροπι χαλκῷ ἢ νώροπα χαλκόν, [[στιλπνός]], [[λαμπρός]], ἐξαστράπτων [[χαλκός]], Ἰλ. Β. 578, κτλ. ([[Κατὰ]] τὴν ἀρχαίαν ἐτυμολογίαν ἐκ τοῦ νη- καὶ ὁρᾶν, πάρα πολὺ στιλπνὸς ἢ [[ὥστε]] νὰ προσβλέπῃ τις αὐτόν, πρβλ. [[ἦνοψ]]). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[νῶροψ]]· [[λαμπρός]]. [[ὀξύφωνος]]. [[ἔνηχος]]. ἢ ὅ,τι τὴν ὄψιν ἀσθενῆ ποιεῖ».
}}
}}

Revision as of 11:41, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῶροψ Medium diacritics: νῶροψ Low diacritics: νώροψ Capitals: ΝΩΡΟΨ
Transliteration A: nō̂rops Transliteration B: nōrops Transliteration C: norops Beta Code: nw=roy

English (LSJ)

οπος, ὁ, ἡ, Ep. epith. of χαλκός,

   A flashing, Il.2.578, al. ; later, simply, bright, ν. πέπλῳ Nonn.D.32.14.

German (Pape)

[Seite 273] οπος, bei Hom. öfters, immer in der Vrbdg νώροπι χαλκῷ oder νώροπα χαλκόν; die Alten leiten das Wort theils von νη – ὁρᾶν ab, nicht anzusehen, vor Glanz blendend, λαμπρός (vgl. Plut. Symp. 6, 7, 21, theils erklären sie ὀξύφωνος, ἔνηχος, von ὄψ, weniger wahrscheinlich.

Greek (Liddell-Scott)

νῶροψ: -οπος, ὁ, ἡ, συχν. παρ’ Ὁμ., ― ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ φράσει νώροπι χαλκῷ ἢ νώροπα χαλκόν, στιλπνός, λαμπρός, ἐξαστράπτων χαλκός, Ἰλ. Β. 578, κτλ. (Κατὰ τὴν ἀρχαίαν ἐτυμολογίαν ἐκ τοῦ νη- καὶ ὁρᾶν, πάρα πολὺ στιλπνὸς ἢ ὥστε νὰ προσβλέπῃ τις αὐτόν, πρβλ. ἦνοψ). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «νῶροψ· λαμπρός. ὀξύφωνος. ἔνηχος. ἢ ὅ,τι τὴν ὄψιν ἀσθενῆ ποιεῖ».