φυσιογνωμονικός: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(13_1)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1318.png Seite 1318]] ή, όν, zur [[φυσιογνωμονία]] gehörig, geschickt, geübt, zu ihrer Anwendung geneigt, adv. φυσιογνωμονικῶς, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1318.png Seite 1318]] ή, όν, zur [[φυσιογνωμονία]] gehörig, geschickt, geübt, zu ihrer Anwendung geneigt, adv. φυσιογνωμονικῶς, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''φῠσιογνωμονικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φυσιογνωμονίαν, σ. [[σοφία]] Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 85· ὁ [[φυσιογνωμονικός]], [[ὄνομα]] πραγματείας τοῦ Ἀντισθένους, Ἀθήν. 656F· τὰ φυσιογνωμονικά, [[ὄνομα]] πραγματείας φερούσης τὸ [[ὄνομα]] τοῦ Ἀριστοτέλους. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 838. 19.
}}
}}

Revision as of 10:00, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠσιογνωμονικός Medium diacritics: φυσιογνωμονικός Low diacritics: φυσιογνωμονικός Capitals: ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: physiognōmonikós Transliteration B: physiognōmonikos Transliteration C: fysiognomonikos Beta Code: fusiognwmoniko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for physiognomy, Hp. Epid.2.6 tit.; φ. σοφία S.E.P.1.85: -κή, ἡ, Philostr.Gym.25: -κόν, τό, name of a work by Antisthenes, Ath.14.656f; τὰ φ., title of a treatise ascribed to Aristotle. Adv. -κῶς Eust.838.19.

German (Pape)

[Seite 1318] ή, όν, zur φυσιογνωμονία gehörig, geschickt, geübt, zu ihrer Anwendung geneigt, adv. φυσιογνωμονικῶς, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φῠσιογνωμονικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φυσιογνωμονίαν, σ. σοφία Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 85· ὁ φυσιογνωμονικός, ὄνομα πραγματείας τοῦ Ἀντισθένους, Ἀθήν. 656F· τὰ φυσιογνωμονικά, ὄνομα πραγματείας φερούσης τὸ ὄνομα τοῦ Ἀριστοτέλους. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 838. 19.