δείελος: Difference between revisions
(13_7_1) |
(6_17) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0535.png Seite 535]] ον, nachmittäglich, abendlich, Hom. zweimal: Odyss. 17, 606 [[ἤδη]] γὰρ καὶ ἐπήλυθε δείελον [[ἦμαρ]], der <b class="b2">Nachmittag</b>, vgl. 18, 306, wo der Abend eintritt, [[ἕσπερος]]; substantivisch [[δείελος]] in der Bedtg »<b class="b2">Abend</b>« Iliad. 21, 232 εἰς ὅ κεν ἔλθῃ [[δείελος]] ὀψὲ δύων, σκιάσῃ δ' ἐρίβωλον ἄρουραν. Aristarch meinte, daß sich die Formen [[δείελος]] und [[δείλη]] im Wesentlichen so verhielten, wie [[Σάμος]] Σάμη, [[χῶρος]] [[χώρα]] u. dgl., Scholl. Aristonic. Iliad. 21, 232 ἡ [[διπλῆ]], ὅτι ἀρσενικῶς τὴν δείλην δείελον, anderes Scholium ἡ [[δείλη]] [[δείελος]] εἴρηται ὡς ἡ [[ἑσπέρα]] [[ἕσπερος]], ὠνὴ [[ὦνος]], χολὴ [[χόλος]], vgl. Friedlaender Aristonic. Iliad. 2, 634; Buttm. Lexil. 2, 188. – Theocrit. 25, 86 Ἠέλιος μὲν [[ἔπειτα]] ποτὶ ζόφον ἔτραπεν ἵππους δείελον [[ἦμαρ]] ἄγων· τὰ δ' ἐπήλυθε πίονα μῆλα ἐκ βοτάνης ἀνιόντα μετ' αὔλιά τε σηκούς τε; Ap. Rh. 3, 417 δείελον ὥρην; ὑπὸ δείελον, gegen Abend, Ap. Rh. 1, 1160; – τὸ δ., das Vesperbrot, Callim. frg. 190, wo Eust. [[δειελίη]] las. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0535.png Seite 535]] ον, nachmittäglich, abendlich, Hom. zweimal: Odyss. 17, 606 [[ἤδη]] γὰρ καὶ ἐπήλυθε δείελον [[ἦμαρ]], der <b class="b2">Nachmittag</b>, vgl. 18, 306, wo der Abend eintritt, [[ἕσπερος]]; substantivisch [[δείελος]] in der Bedtg »<b class="b2">Abend</b>« Iliad. 21, 232 εἰς ὅ κεν ἔλθῃ [[δείελος]] ὀψὲ δύων, σκιάσῃ δ' ἐρίβωλον ἄρουραν. Aristarch meinte, daß sich die Formen [[δείελος]] und [[δείλη]] im Wesentlichen so verhielten, wie [[Σάμος]] Σάμη, [[χῶρος]] [[χώρα]] u. dgl., Scholl. Aristonic. Iliad. 21, 232 ἡ [[διπλῆ]], ὅτι ἀρσενικῶς τὴν δείλην δείελον, anderes Scholium ἡ [[δείλη]] [[δείελος]] εἴρηται ὡς ἡ [[ἑσπέρα]] [[ἕσπερος]], ὠνὴ [[ὦνος]], χολὴ [[χόλος]], vgl. Friedlaender Aristonic. Iliad. 2, 634; Buttm. Lexil. 2, 188. – Theocrit. 25, 86 Ἠέλιος μὲν [[ἔπειτα]] ποτὶ ζόφον ἔτραπεν ἵππους δείελον [[ἦμαρ]] ἄγων· τὰ δ' ἐπήλυθε πίονα μῆλα ἐκ βοτάνης ἀνιόντα μετ' αὔλιά τε σηκούς τε; Ap. Rh. 3, 417 δείελον ὥρην; ὑπὸ δείελον, gegen Abend, Ap. Rh. 1, 1160; – τὸ δ., das Vesperbrot, Callim. frg. 190, wo Eust. [[δειελίη]] las. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''δείελος''': -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν δείλην (ὃ ἴδε), δείελον [[ἦμαρ]], τὸ πρὸς ἑσπέραν [[μέρος]] τῆς ἡμέρας, δειλινόν, βράδυ, Ὀδ. Ρ. 606, Θεόκρ. 25. 86· δ. ὥρη Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 417· πρβλ. [[δειλινός]], [[εὐδείελος]], ἐπιδείελος. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. (ἐννοουμένου τοῦ [[χρόνος]]), ἡ [[ἑσπέρα]], τὸ δειλινόν, εἰς ὅ κεν ἔλθῃ [[δείελος]] ὀψὲ δύων Ἰλ. Φ. 232· [[ποτὶ]] ἢ ὑπὸ δείελον, πρὸς τὴν ἑσπέραν, κατὰ τὸ δειλινόν, Ἀνθ. Π. 9. 650, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1160. 2) = [[δειελίη]], Καλλ. ἀποσπ. 190. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:25, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A of or belonging to δείλη (q. v.), δ. ἦμαρ the evening part of day, eventide, Od.17.606, Theoc.25.86; δ. ὥρη A.R.3.417. II Subst. (sc. ἡμέρα), late evening, εἰσόκεν ἔλθῃ δ. ὀψὲ δύων Il.21.232, cf. Call.Hec.1.4.1; ποτὶ or ὑπὸ δείελον at even, AP9.650 (Leont.), A.R. 1.1160. 2 δείελον, τό, afternoon meal, Call.Fr.190 (perh. = Oxy. 1362 ii Fr.4). (δειελός Hdn.Gr.1.161.)
German (Pape)
[Seite 535] ον, nachmittäglich, abendlich, Hom. zweimal: Odyss. 17, 606 ἤδη γὰρ καὶ ἐπήλυθε δείελον ἦμαρ, der Nachmittag, vgl. 18, 306, wo der Abend eintritt, ἕσπερος; substantivisch δείελος in der Bedtg »Abend« Iliad. 21, 232 εἰς ὅ κεν ἔλθῃ δείελος ὀψὲ δύων, σκιάσῃ δ' ἐρίβωλον ἄρουραν. Aristarch meinte, daß sich die Formen δείελος und δείλη im Wesentlichen so verhielten, wie Σάμος Σάμη, χῶρος χώρα u. dgl., Scholl. Aristonic. Iliad. 21, 232 ἡ διπλῆ, ὅτι ἀρσενικῶς τὴν δείλην δείελον, anderes Scholium ἡ δείλη δείελος εἴρηται ὡς ἡ ἑσπέρα ἕσπερος, ὠνὴ ὦνος, χολὴ χόλος, vgl. Friedlaender Aristonic. Iliad. 2, 634; Buttm. Lexil. 2, 188. – Theocrit. 25, 86 Ἠέλιος μὲν ἔπειτα ποτὶ ζόφον ἔτραπεν ἵππους δείελον ἦμαρ ἄγων· τὰ δ' ἐπήλυθε πίονα μῆλα ἐκ βοτάνης ἀνιόντα μετ' αὔλιά τε σηκούς τε; Ap. Rh. 3, 417 δείελον ὥρην; ὑπὸ δείελον, gegen Abend, Ap. Rh. 1, 1160; – τὸ δ., das Vesperbrot, Callim. frg. 190, wo Eust. δειελίη las.
Greek (Liddell-Scott)
δείελος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν δείλην (ὃ ἴδε), δείελον ἦμαρ, τὸ πρὸς ἑσπέραν μέρος τῆς ἡμέρας, δειλινόν, βράδυ, Ὀδ. Ρ. 606, Θεόκρ. 25. 86· δ. ὥρη Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 417· πρβλ. δειλινός, εὐδείελος, ἐπιδείελος. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. (ἐννοουμένου τοῦ χρόνος), ἡ ἑσπέρα, τὸ δειλινόν, εἰς ὅ κεν ἔλθῃ δείελος ὀψὲ δύων Ἰλ. Φ. 232· ποτὶ ἢ ὑπὸ δείελον, πρὸς τὴν ἑσπέραν, κατὰ τὸ δειλινόν, Ἀνθ. Π. 9. 650, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1160. 2) = δειελίη, Καλλ. ἀποσπ. 190.