ἀνήροτος: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
(13_4)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0230.png Seite 230]] ungepflügt, unbestellt, Od. 9, 123 [[νῆσος]] [[ἄσπαρτος]] καὶ [[ἀνήροτος]]; τά γ' ἄσπαρτα καὶ ἀνήροτα πάντα φύονται 109, alles wächst ohne daß gepflügt u. gesäet wird; γύαι Aesch. Prom. 710; Opp. Cyn. 1461. Auch [[γυνή]], Luc. Lex. 19.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0230.png Seite 230]] ungepflügt, unbestellt, Od. 9, 123 [[νῆσος]] [[ἄσπαρτος]] καὶ [[ἀνήροτος]]; τά γ' ἄσπαρτα καὶ ἀνήροτα πάντα φύονται 109, alles wächst ohne daß gepflügt u. gesäet wird; γύαι Aesch. Prom. 710; Opp. Cyn. 1461. Auch [[γυνή]], Luc. Lex. 19.
}}
{{ls
|lstext='''ἀνήροτος''': -ον, ([[ἀρόω]]) ὁ μὴ ἀροτριαθείς, [[ἀκαλλιέργητος]], Ὀδ. Ι. 109, 123· [[ὡσαύτως]] ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 708, [[καθότι]] Ἀττ. [[τύπος]] ἀνάροτος δὲν ὑπάρχει: - μεταφ. ἐπὶ γυναικός, ἀλλ’ [[ἄβατος]] καὶ ἀνήροτός ἐστι Λουκ. Λεξιφ. 19.
}}
}}

Revision as of 11:03, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνήροτος Medium diacritics: ἀνήροτος Low diacritics: ανήροτος Capitals: ΑΝΗΡΟΤΟΣ
Transliteration A: anḗrotos Transliteration B: anērotos Transliteration C: anirotos Beta Code: a)nh/rotos

English (LSJ)

ον,

   A unploughed, γύαι A.Pr.708; without tillage, ἀνήροτα πάντα φύονται Od.9.109: neut. pl. as Adv., λειμῶνες ἀνήροτα πορφύρουσι Opp.C.1.462: metaph., γυνὴ ἀ. Luc.Lex.19.

German (Pape)

[Seite 230] ungepflügt, unbestellt, Od. 9, 123 νῆσος ἄσπαρτος καὶ ἀνήροτος; τά γ' ἄσπαρτα καὶ ἀνήροτα πάντα φύονται 109, alles wächst ohne daß gepflügt u. gesäet wird; γύαι Aesch. Prom. 710; Opp. Cyn. 1461. Auch γυνή, Luc. Lex. 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνήροτος: -ον, (ἀρόω) ὁ μὴ ἀροτριαθείς, ἀκαλλιέργητος, Ὀδ. Ι. 109, 123· ὡσαύτως ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 708, καθότι Ἀττ. τύπος ἀνάροτος δὲν ὑπάρχει: - μεταφ. ἐπὶ γυναικός, ἀλλ’ ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστι Λουκ. Λεξιφ. 19.