Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λίνεος: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(13_4)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0049.png Seite 49]] zsgzgn [[λινοῦς]], ῆ, οῦν, aus Flachs gemacht,<b class="b2"> leinen</b>; [[κιθών]], Her. 1, 195; εἵματα, 4, 74, ὅπλα, 7, 36, [[θώρηξ]], 3, 47; [[ἱμάτιον]], Plat. Crat. 389 b; [[θώραξ]], Xen. Cyr. 6, 4, 2; Folgde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0049.png Seite 49]] zsgzgn [[λινοῦς]], ῆ, οῦν, aus Flachs gemacht,<b class="b2"> leinen</b>; [[κιθών]], Her. 1, 195; εἵματα, 4, 74, ὅπλα, 7, 36, [[θώρηξ]], 3, 47; [[ἱμάτιον]], Plat. Crat. 389 b; [[θώραξ]], Xen. Cyr. 6, 4, 2; Folgde.
}}
{{ls
|lstext='''λίνεος''': [ῐ], -α, -ον, συνῃρ. [[λινοῦς]], ῆ, οῦν˙ ([[λίνον]])˙ - ἐκ λίνου, ἐκ λιναρίου, Λατ. lineus, [[κιθών]], θώρηξ Ἡρόδ. 1. 195., 3. 47, κτλ.˙ [[ἱμάτιον]] Πλάτ. Κρατ. 389Β, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 5˙ ὅπλα λ., καλῴδια ἐκ λίνου, Ἡρόδ. 7. 36˙ [[ὡσαύτως]], λινᾶ, τά, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 189, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 84˙ - λιναῖος, α, ον, [[εἶναι]] ἡμαρτημ. γραφὴ παρ’ Ἱππ., κτλ., ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 147, Παραλ. 357.
}}
}}

Revision as of 10:27, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λίνεος Medium diacritics: λίνεος Low diacritics: λίνεος Capitals: ΛΙΝΕΟΣ
Transliteration A: líneos Transliteration B: lineos Transliteration C: lineos Beta Code: li/neos

English (LSJ)

α, ον, contr. λιν-οῦς, ῆ, οῦν, (λίνον)

   A of flax, linen, κιθών, θώρηξ, Hdt.1.195, 3.47, etc.; ἱμάτιον Pl.Cra. 389b; σφαῖρα Arist.HA616a6; στολή BGU1036.14 (ii A. D.); νεφέλαι (i. e. nets) Call.Aet.3.1.37; ὅπλα λ. cables of flax, Hdt.7.36: also λινᾶ, τά, A.Fr.206, Ar.Fr.19: Subst. λινέη, ἡ, tape-measure used in building, IG7.3073.128 (Lebadea), cf. Bito63.7, 9 (v.l. λιναία); cf. λιναῖος.

German (Pape)

[Seite 49] zsgzgn λινοῦς, ῆ, οῦν, aus Flachs gemacht, leinen; κιθών, Her. 1, 195; εἵματα, 4, 74, ὅπλα, 7, 36, θώρηξ, 3, 47; ἱμάτιον, Plat. Crat. 389 b; θώραξ, Xen. Cyr. 6, 4, 2; Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

λίνεος: [ῐ], -α, -ον, συνῃρ. λινοῦς, ῆ, οῦν˙ (λίνον)˙ - ἐκ λίνου, ἐκ λιναρίου, Λατ. lineus, κιθών, θώρηξ Ἡρόδ. 1. 195., 3. 47, κτλ.˙ ἱμάτιον Πλάτ. Κρατ. 389Β, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 5˙ ὅπλα λ., καλῴδια ἐκ λίνου, Ἡρόδ. 7. 36˙ ὡσαύτως, λινᾶ, τά, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 189, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 84˙ - λιναῖος, α, ον, εἶναι ἡμαρτημ. γραφὴ παρ’ Ἱππ., κτλ., ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 147, Παραλ. 357.