λίνεος: Difference between revisions
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
(13_4) |
(6_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0049.png Seite 49]] zsgzgn [[λινοῦς]], ῆ, οῦν, aus Flachs gemacht,<b class="b2"> leinen</b>; [[κιθών]], Her. 1, 195; εἵματα, 4, 74, ὅπλα, 7, 36, [[θώρηξ]], 3, 47; [[ἱμάτιον]], Plat. Crat. 389 b; [[θώραξ]], Xen. Cyr. 6, 4, 2; Folgde. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0049.png Seite 49]] zsgzgn [[λινοῦς]], ῆ, οῦν, aus Flachs gemacht,<b class="b2"> leinen</b>; [[κιθών]], Her. 1, 195; εἵματα, 4, 74, ὅπλα, 7, 36, [[θώρηξ]], 3, 47; [[ἱμάτιον]], Plat. Crat. 389 b; [[θώραξ]], Xen. Cyr. 6, 4, 2; Folgde. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''λίνεος''': [ῐ], -α, -ον, συνῃρ. [[λινοῦς]], ῆ, οῦν˙ ([[λίνον]])˙ - ἐκ λίνου, ἐκ λιναρίου, Λατ. lineus, [[κιθών]], θώρηξ Ἡρόδ. 1. 195., 3. 47, κτλ.˙ [[ἱμάτιον]] Πλάτ. Κρατ. 389Β, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 5˙ ὅπλα λ., καλῴδια ἐκ λίνου, Ἡρόδ. 7. 36˙ [[ὡσαύτως]], λινᾶ, τά, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 189, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 84˙ - λιναῖος, α, ον, [[εἶναι]] ἡμαρτημ. γραφὴ παρ’ Ἱππ., κτλ., ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 147, Παραλ. 357. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:27, 5 August 2017
English (LSJ)
α, ον, contr. λιν-οῦς, ῆ, οῦν, (λίνον)
A of flax, linen, κιθών, θώρηξ, Hdt.1.195, 3.47, etc.; ἱμάτιον Pl.Cra. 389b; σφαῖρα Arist.HA616a6; στολή BGU1036.14 (ii A. D.); νεφέλαι (i. e. nets) Call.Aet.3.1.37; ὅπλα λ. cables of flax, Hdt.7.36: also λινᾶ, τά, A.Fr.206, Ar.Fr.19: Subst. λινέη, ἡ, tape-measure used in building, IG7.3073.128 (Lebadea), cf. Bito63.7, 9 (v.l. λιναία); cf. λιναῖος.
German (Pape)
[Seite 49] zsgzgn λινοῦς, ῆ, οῦν, aus Flachs gemacht, leinen; κιθών, Her. 1, 195; εἵματα, 4, 74, ὅπλα, 7, 36, θώρηξ, 3, 47; ἱμάτιον, Plat. Crat. 389 b; θώραξ, Xen. Cyr. 6, 4, 2; Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
λίνεος: [ῐ], -α, -ον, συνῃρ. λινοῦς, ῆ, οῦν˙ (λίνον)˙ - ἐκ λίνου, ἐκ λιναρίου, Λατ. lineus, κιθών, θώρηξ Ἡρόδ. 1. 195., 3. 47, κτλ.˙ ἱμάτιον Πλάτ. Κρατ. 389Β, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 5˙ ὅπλα λ., καλῴδια ἐκ λίνου, Ἡρόδ. 7. 36˙ ὡσαύτως, λινᾶ, τά, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 189, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 84˙ - λιναῖος, α, ον, εἶναι ἡμαρτημ. γραφὴ παρ’ Ἱππ., κτλ., ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 147, Παραλ. 357.