ἐνδελέχεια: Difference between revisions
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
(13_4) |
(6_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0832.png Seite 832]] ἡ (? vgl. [[ἐντελέχεια]]), Fortdauer, das Ununterbrochensein, Menand. bei Stob. flor. 29, 19; πέτρην κοιλαίνει [[ῥανίς]] Choeril., s. Nähe p. 169. [[ἐνδελεχέω]], fortdauern, ununterbrochen fortwähren, LXX.; Sp. auch [[ἐνδελεχίζω]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0832.png Seite 832]] ἡ (? vgl. [[ἐντελέχεια]]), Fortdauer, das Ununterbrochensein, Menand. bei Stob. flor. 29, 19; πέτρην κοιλαίνει [[ῥανίς]] Choeril., s. Nähe p. 169. [[ἐνδελεχέω]], fortdauern, ununterbrochen fortwähren, LXX.; Sp. auch [[ἐνδελεχίζω]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐνδελέχεια''': ἡ, ἡ [[διάρκεια]], τὸ ἀέναον, τὸ ἀδιάλειπτον, Λατ. continuation, perennitas, πέτρην κοιλαίνει ῥανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ Χοιρίλ. σ. 169, [[ἔνθα]] ἴδε Näke· πάντα γὰρ ταῖς ἐνδελεχείαις καταπονεῖται πράγματα Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 191. Συχνάκ. συγχέεται πρὸς τὸ [[ἐντελέχεια]], ὃ ἴδε. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:05, 5 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A continuity, persistency, πέτρην κοιλαίνει ῥανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ Choeril.10; πάντα γὰρ ταῖς ἐνδελεχείαις καταπονεῖται πράγματα Men.744.--Freq. confused with ἐντελέχεια (q. v.).
German (Pape)
[Seite 832] ἡ (? vgl. ἐντελέχεια), Fortdauer, das Ununterbrochensein, Menand. bei Stob. flor. 29, 19; πέτρην κοιλαίνει ῥανίς Choeril., s. Nähe p. 169. ἐνδελεχέω, fortdauern, ununterbrochen fortwähren, LXX.; Sp. auch ἐνδελεχίζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδελέχεια: ἡ, ἡ διάρκεια, τὸ ἀέναον, τὸ ἀδιάλειπτον, Λατ. continuation, perennitas, πέτρην κοιλαίνει ῥανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ Χοιρίλ. σ. 169, ἔνθα ἴδε Näke· πάντα γὰρ ταῖς ἐνδελεχείαις καταπονεῖται πράγματα Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 191. Συχνάκ. συγχέεται πρὸς τὸ ἐντελέχεια, ὃ ἴδε.